Φίλες και φίλοι γιούχου!
Το monosemena κάνει την εμφάνισή του ΚΑΙ αυτήν την καυτή, καλοκαιρινή Τετάρτη. Τόσο καυτή, που σκέφτομαι ήδη να μπουγελωθώ με το λάστιχο. Τα καλά του γουόρκ φρομ χόουμ. Γιατί αν δε δουλέψεις με το μαγιώ σου στη βεράντα, τελευταία βδομάδα στη δουλειά, πότε; Λέιτλι, έχω μια εκπληκτική θεωρία. Βαριέσαι να βάλεις πλυντήριο / σκούπα / πλύνεις πιάτα; Ε λοιπόν, κάνε τα όλα όταν δουλεύεις από το σπίτι, μιας που, πληρώνεσαι. Μπορεί να μην πληρώνεσαι για αυτό, πληρώνεσαι όμως ΚΑΙ για αυτό. Απλώς, εκείνοι, δεν το ξέρουν. Έτσι τουλάχιστον παραμυθιάζω τον εαυτό μου, όταν βαριέμαι να κάνω φασίνα. Άσε τον καπιταλισμό να πληρώσει για τον κόπο σου, μην τα κάνεις εκτός ωραρίου. Και πόσο κελεπούρι ακούγομαι για κάθε εργοδότη εκεί έξω, ε;
Η σημερινή monosemena ιστορία έρχεται από το μακρινό παρελθόν, όταν ήμουν πραγματικά νέα και κατοικούσα στα νότια προάστια. Στο πατρικό μου σπίτι. Εκείνη την εποχή δούλευα σε ένα ιταλικό εστιατόριο, παρτ τάιμ, ίσα να βγαίνουν οι μπύρες (ακόμα δεν μπορώ να γράψω «μπίρες») του καλοκαιριού. Το θετικό με το να είσαι πολύ μικρός, είναι πως κανένα ξενύχτι δε σε αγγίζει. Ποτέ. Πίνεις μπύρες όλη νύχτα και το πρωί δουλεύεις; Πας στη δουλειά με τρεις ώρες ύπνου και μούρη φράπα. Στο σήμερα, ξυπνάς, κοιτάς στον καθρέφτη και έχουν φύγει από το πρόσωπό σου, δέκα χρόνια. Στο θέμα μας, όμως.
Σε ένα από τα φαντασμαγορικά δροσερά βράδια εκείνου του καλοκαιριού, ξεκινάμε με τον αδερφό μου να βρούμε φίλους στα μαγευτικά και εξωτικά Εξάρχεια. Γιατί αν δε δροσιστείς Ιούλη μήνα στα Εξάρχεια, παίζοντας κουτσό με τα υπέροχα καφετί (για να μην πω σκατί) έντομα του καλοκαιριού – δεν τις ονοματίζω διότι υπάρχει κόσμος που υποφέρει και μόνο στο άκουσμά τους – μην και πατήσεις κανένα, τότε πού αλλού. Όπου, οκέι να περπατάνε. Το ότι κάποιες έπρεπε να έχουν και ΦΤΕΡΑ, με βρίσκει κάθε χρόνο απροετοίμαστη. Συνειρμικά, μόλις θυμήθηκα ένα θεσπέσιο μπαρ, στο οποίο δούλευα κάποτε. Τόσο θεσπέσιο, όπου ο ιδιοκτήτης, συχνά πυκνά, φρόντιζε να μου υπενθυμίζει: Δώρα. Τουαλέτες. Τρεις. Αυτό φυσικά σήμαινε, πως έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τις εξολοθρεύσω, πριν τις δει κανένας πελάτης. Ένα μεγάλο, ΕΝΙΓΟΥΕΙ.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, κάνουμε τη βόλτα μας στα Εξάρχεια. Το αδέρφι θυσιάζεται, πίνοντας τις λιγότερες μπύρες από όλους μας, προκειμένου να οδηγήσει στο γυρισμό. Θέλω να πω δεν ήπιε τίποτα, αλλά θα είναι ψέμα. Σόρι μπρο. Επιστρέφουμε σπίτι, ανοίγω την γκαραζόπορτα, βάζει το αυτοκίνητο μέσα και όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς. Ούτε είδαμε, ούτε ακούσαμε κάτι περίεργο. Στην πιλοτή. Στο σημείο αυτό, ας μας πει κάποιος υπεύθυνα, πώς γράφεται αυτή η λέξη. Οι Γάλλοι το πάνε από το pilotis και αφού τους έφαγα τόσα χρόνια στη μάπα, θα πορευτώ με αυτό. Σκάω γάιδαρο παιδιά, το γνωρίζω.
Το επόμενο πρωί, σηκώνομαι βιαστικά για τη δουλειά. Έχοντας – ασφαλώς – ξεχάσει να ξεβαφτώ, αντικρίζω στον καθρέφτη, τον Άλις Κούπερ. Σουλουπώνομαι όπως όπως και τρέχω στο αμάξι, οριακά μεθυσμένη, να πάω στη δουλειά. Δε συνειδητοποιώ αμέσως, τι ακριβώς βλέπω να ΣΑΛΕΥΕΙ, πάνω στη ρόδα του αυτοκινήτου. Μονολογώ : πωωωωω, θα αργήσω πάλι. Γιατί ποιο αφεντικό εκεί έξω, δε θα πίστευε πως θα αργήσεις, όχι γιατί μέθυσες ή επειδή είσαι άρρωστη. Όχι. Αλλά επειδή, στο τάσι του αυτοκινήτου σου, σαλεύει μια μισοπεθαμένη, οχιά. ΟΧΙΑ. Στο Καλαμάκι, το δύο χιλιάδες δέκα. Ατάκα-λογοπαίγνιο που περνούσε το 2010, όταν το έλεγα στους φίλους; «Έλα τώρα, λες φίδια». Κανένα σμάρτ φόουν τότε, να αποδείξεις, πως δεν είσαι ελέφαντας. Ήμουν στους τελευταίους που αγόρασαν και στους πρώτους που κάηκαν. Να βγάλεις έστω μια φωτό το φίδι, να φρικάρεις το αφεντικό σε ένα βάιμπερ, ένα γουότς απ, βρε αδερφέ. Με λίγα λόγια, το προηγούμενο βράδυ επιστρέψαμε, ΤΟ ΠΑΤΗΣΑΜΕ, αλλά δεν πέθανε κιόλας. Και δεν δάγκωσε και κανέναν. Το καημένο. Παράλληλα όμως, αργοπέθαινε όλη τη νύχτα και εγώ είχα έναν κόμπο στην καρδιά. Ναι, για την οχιά, τι θες;
Στο μεταξύ, κάπως έπρεπε να φύγω, ε. Σαν γνήσιος ήρωας, παίρνω τηλέφωνο τον ΜΠΑΜΠΑΜΟΥ:
– Πάρε άδεια μία ώρα και έλα σπίτι. ΤΩΡΑ.
– Τι έγινε;;;
– Τι να γίνει, έχω ένα μισοπεθαμένο φίδι να σαλεύει στη ρόδα του αυτοκινήτου.
– Άντε μωρέ, καμία σαύρα θα είναι.
– Ποια σαύρα, αυτό δεν έχει πόδια!
Περιμένω λοιπόν με αγωνία τον γενναίο πατέρα να έρθει, έχοντας ακούσει εκστασιασμένη τόσα χρόνια, ιστορίες από την παιδική του ηλικία στην Κέρκυρα. Ωσάν άλλος Άη Γιώργης, στο χωριό, σκότωνε φίδια. Με τα χέρια. Ιστορίες από το χωριό, με φίδια παιδιά. Πόσο μυαλό ήθελε να το καταλάβεις.
– ΑΜΑΝ! Αυτό είναι οχιά! (αναφώνησε τρομαγμένος, κάνοντας τουλάχιστον δέκα βήματα πίσω από μένα).
– ΣΩΠΑ, εσένα περιμέναμε. Άντε λοιπόν, Άη Γιώργη, τι περιμένεις;
– Τι εννοείς;
– Κάνε κάτι.
– Απαπαπαπα, δεν μπορώ.
– Εσύ δεν τα έπιανες με τα χέρια κάποτε στην Κέρκυρα;
– Ξεσυνήθισα, πάνε τόσα χρόνια, στην Αθήνα. Έγινα πρωτευουσιάνος.
Πού τα πουλάς αυτά, μωρή σουπιά. Και τον κηπουρό πήρε τηλέφωνο να έρθει να μας σώσει και στην πιλοτή πήγε να περιμένει. Πίσω, να μη βλέπει μπροστά του τον σατανά. Ήρωας.
Υ.Γ. Aφιερωμένο στον κηπουρό της καρδιάς μας, που μας έφυγε νωρίς <3 .
23 Ιουνίου 2021
Σέβη για τον εκλιπόντα κηπουρό.
Όσο για την πιλοτή, σωστά τη γράφεις. Στη δημοτική ο κανόνας για τις ξένες λέξεις ορίζει ότι πρέπει να γράφονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο (“ι”, “ε” και “ο”). Άρα και ο Shakespere πρέπει να γράφεται “Σέξπιρ”. Έλα όμως που σου κοπανάει κάτι μπούρδες του τύπου: “Κάποια ονόματα και τοπωνύμια για λόγους παραδοσιακούς κλπ έχουν καθιερωθεί με την παλιά (ιστορική) ορθογραφία”. Έτσι τον Γουίλιαμ τον γράφουμε “Σαίξπηρ”. Αυτά!
υγ Αντιλαμβάνεσαι ότι άγγιξες ευαίσθητη χορδή!
Cheers!