Φίλες και φίλοι γιούχου!
Τετάρτη σήμερα, ο ήλιος – και μόνο αυτός – λάμπει και εγώ θα αποτολμήσω να γράψω την πρώτη μου monosemena ιστορία με χανγκόβερ. Εννοώ πως έχω σοβαρό χανγκόβερ, τη στιγμή που μιλάμε, όχι μια ιστορία με χανγκόβερ. Από τέτοιες άλλο τίποτα.
Είναι να γελά κανείς με το πόση ώρα προσπαθώ να συντάξω μια πρόταση. Σε κάτι τέτοιες στιγμές λοιπόν, που η έμπνευση – η ποια; – με εγκαταλείπει και οι εγκεφαλικές μου λειτουργίες ολοένα και λιγοστεύουν, πίστεψέ με, είναι μονόδρομος, το monosemena να μετονομαστεί σε μονοσεμενατηνηλιθια. Μια τέτοια ιστορία θα θυμηθούμε και σήμερα.
Βρισκόμαστε στο, όχι και πολύ μακρινό, δύο χιλιάδες δεκαεννέα. Αν και, φαντάζει αιώνας πλέον. Τον Οκτώβριο του δεκαεννιά, έκανα το τελευταίο μου μεγάλο ταξίδι. Και όταν λέω μεγάλο, εννοώ οποιοδήποτε ταξίδι εκτός συνόρων του Ελλαδιστάν. Αυτής της, κατά τα άλλα, υπέροχης χώρας. Το δεκαεννιά, ήταν ίσως η χρονιά που ταξίδεψα περισσότερο, από όσο σε ολόκληρη τη ζωή μου. Λες και ήξερα τι μας περιμένει. Σε κάθε περίπτωση, είχα ξεχάσει την όψη του σπιτιού μου. Σαν να μη με χωρούσε ο τόπος. Κάτι ήξερα. Κινδυνεύοντας να τα μπήξω και μόνο που θυμάμαι πού είχα ταξιδέψει, ξεκινώ. Μου ήρθε χθες, βλέπεις, και μένα, να κάνω το σπίτι μου αμέρικαν μπαρ. Στο θέμα μας. Είχα πάει στην Πορτογαλία και πιο συγκεκριμένα στο Πόρτο.
Οι μέρες κυλούσαν παραπάνω από ευχάριστα, η Πορτογαλία εξαιρετική και εγώ όχι απλώς δεν αισθανόμουν χόουμ σικ, αλλά προσπαθούσα να σκαρφιστώ τρόπους να παρατείνω τη διαμονή μου εκεί. Επειδή το υποσυνείδητο είναι ύπουλο πράγμα, αλλά και η ηλιθιότητα επίσης, φρόντισαν και τα δυο μαζί, να μου το κάνουν το χατιράκι. Μόνο σε μένα την ηλίθια, αυτά. Επίσης, έχω λουστεί ό,τι και αν έχω κοροιδέψει με πάθος σε τούτη τη ζωούλα.
Βρισκόμαστε λοιπόν, τελευταία μέρα, στο Πόρτο. Αναχωρούμε όλοι την ίδια μέρα, αλλά για διαφορετικές χώρες. Τρία αεροπλάνα έκαστος, με εμένα την ηλίθια φυσικά, να φεύγει τελευταία. Καθόλου δε με πείραζε, έξτρα χρόνος, λέω, να δω την πόλη, μόνη μου. Μια απόλαυση που, δε θα άλλαζα με τίποτα. Έχω τόσο χρόνο δε, που πηγαίνω και σε μια μακρινή παραλία. Βουτάω στον Ατλαντικό με περισσή χάρη, κολυμπάω σιγά σιγά προς το φως και αφού δε με έφαγαν οι καρχαρίες – ναι, αυτό το έμαθα πολύ αργότερα – κάθομαι και απολαμβάνω ένα από τα ωραιότερα πορτοκαλί – μωβ ηλιοβασιλέματα, που είδα ποτέ. Πιο μωβ και από το χρώμα που είχα, όταν βγήκα από τη θάλασσα. Τι άλλο να ζητήσει κανείς, σκέφτηκα. Μια μπίρα (πάει το ύψιλον).
Χρόνος υπήρχε, οπότε ξεκινώ δειλά δειλά για το μπιράκι μου. Πετυχαίνω και ένα λάιβ στο μπαρ, αλλά τα μαζεύω γρήγορα περίλυπη, ψελλίζοντας ένα “I’ve got a flight to catch”, στον συμπαθέστατο μπαρτέντερ, που επέμενε να κάτσω λίγο ακόμα. Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Ε λοιπόν, δεν ξέρω για σένα, αλλά οποιαδήποτε στιγμή, σε αυτήν τη ζωή, έχω τολμήσει να σκεφτώ: «πωωωωω, πόσο γαμώ πάνε όλα!», θα έρθει το σύμπαν να με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Το δισάκι μου στον ώμο, πιο συγκεκριμένα το βαλιτσάκι μου, το οποίο και είχα τριπλοκλειδώσει, σε ένα ντουλάπι στο μετρό. Μιλάμε για τέτοια οργάνωση και όλα έμοιαζαν έτοιμα για το ταξίδι της επιστροφής. Έφευγα από το Πόρτο Πέμπτη, δέκα Οκτωβρίου στις δώδεκα το βράδυ (00.00), οπότε, προνοητική γαρ, ξεκίνησα για το αεροδρόμιο, από τις εννέα και μισή. Πάντα αναρωτιόμουν πώς μπορεί να χάνει κανείς αεροπλάνα. Τι είναι ρε παιδιά το αεροπλάνο να το χάσεις, τσίχλα; Φεύγεις από νωρίς, έχεις κάνει ήδη και το τσεκ ιν σου και όλα καλά. Μιλώντας για τσεκ ιν, α! Να ξανατσεκάρω τη μπόρντινγκ πας, σκέφτηκα όλο απορία. Απορημένη επειδή, η Ετζίαν μου την είχε στείλει σε ειδοποίηση, ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο νωρίτερα της πτήσης. Νέα συστήματα αυτά σκέφτηκα, πηγαίνοντας προς το μετρό. Αλήθεια, γιατί δε βαράει η ειδοποίηση, απόψε; Πάρτα μωρή ηλίθια, που περνιόσουν και για έξυπνη. Σαν να άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Κομβική στιγμή, η στιγμή που ανακάλυψα, το προφανές. Είναι Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου, δέκα το βράδυ. Πετάς στις 00.00. Μήπως, λέω, ΜΗΠΩΣ, πετούσες την Τετάρτη; Λέω εγώ τώρα.
ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ. Το αεροπλάνο παιδιά, λες και ήταν το πέντε πενήντα, ξέρω γω. Βρίσκομαι λοιπόν καταμεσής του δρόμου σε μια ξένη χώρα, δέκα το βράδυ, χωρίς παρέα, χωρίς εισιτήριο να γυρίσω και κυρίως, χωρίς δωμάτιο να διανυκτερεύσω. Χωρίς στον ήλιο μοίρα, βασικά. Τι κάνω; Με πιάνει νευρικό γέλιο, προσπαθώντας να αντιληφθώ ΠΩΣ το κατάφερα όλο αυτό, αλλά και τι στο διάολο θα απογίνω. Μη σκας λέω, θα φύγεις με την επόμενη πτήση. Πόσο ακριβό να είναι πια το εισιτήριο;
ΟΧΤΑΚΟΣΙΑ ΕΥΡΩ. Οκέι Δώρα, φαγώθηκες τόσες μέρες με την Πορτογαλία. Κατά πώς φαίνεται, θα βρεις δουλειά και θα μείνεις εδώ. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
Στην Β.
3 Φεβρουαρίου 2021
Good respond in return of this difficulty with genuine arguments and describing all
concerning that.