Φίλες και φίλοι γιούχου!
Είναι 30 Δεκεμβρίου και φαντάζει απίστευτο το γεγονός, πως ετούτη η χρονιά φθάνει στο τέλος της. Η ψευδαίσθηση πολλών εκεί έξω πως τα βάσανά μας θα λάβουν τέλος, αύριο στις δώδεκα παρά ένα, αφού θα έχουμε μπουκώσει κακομαγειρεμένες τυρόπιτες και κρασιά, σιγοτραγουδώντας «πάει ο παλιός ο χρόνος», μου φτιάχνει τη διάθεση σε μια κατά τα άλλα αδιάφορη έως και θλιβερή ημέρα. Εκτός αν ανήκεις στην κατηγορία «βαρέθηκα να αλλάζω χρονιά με το σόι». Από εμένα είναι ένα μεγάλο ΝΑΙ.
Δεν ξέρω αν χωρά ανασκόπηση σε μια χρονιά σαν το δυο χιλιάδες είκοσι, μια χρονιά που κατάφερε να τσακίσει τα πάντα στο πέρασμά της. Θέλω πολύ να θυμηθώ μία και μοναδική monosemena στιγμή αυτής της χρονιάς, αλλά αδυνατώ, μιας που όλοι λίγο πολύ βιώνουμε παρόμοιες δυσκολίες. Ενόψει Πρωτοχρονιάς, παραθέτω μία διόλου Πρωτοχρονιάτικη ιστορία, μιας που τα τελευταία χρόνια, οι πρώτες ημέρες του χρόνου κυλούν ανησυχητικά ομαλά και προβλέψιμα. Με βαρύ χανγκόβερ δηλαδή και βαρύγδουπες δηλώσεις τύπου : δεν ξαναπίνω ποτέ.
Ψέματα. Βιάστηκα πάρα πολύ να μιλήσω. Πίσω στο μακρινό 2008, υποδεχόμουν το 2009, σερβίροντας ποτά και κοκτέιλζ σε ορδές μεθυσμένων, που κατέφθαναν στο αχαρακτήριστο μπαρ που δούλευα ως σερβιτόρα. Δεν υπάρχει πιο απολαυστικό πράγμα για έναν άνθρωπο που πρέπει να σερβίρει ποτά, όλο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς μέχρι και το επόμενο πρωί, από τους ήδη πιωμένους τύπους που τα παραγγέλνουν. Πεπεισμένη πως όλο αυτό αξίζει τον κόπο, για κάποιο διαολεμένο λόγο, άφησα όλο μου το σόι, στις δώδεκα και πέντε μετά τα μεσάνυχτα και ωσάν μια άλλη Σταχτοπούτα – δεν απείχε πολύ από αυτά που είχα να κάνω, εργαζόμενη ως σερβιτόρα – χάθηκα μες στη νύχτα πριν γίνω κολοκύθα. Γοβάκι δεν άφησα πίσω μου, μιας που σερβιτοριλίκι και γόβες, δεν πάνε μαζί παιδιά.
Τι να πρωτοθυμηθώ από εκείνη τη βραδιά δεν ξέρω. Τους μεθυσμένους πελάτες; Τη μουσική που έβγαινε από τα ηχεία και μου τρυπούσε τα ήδη ταλαιπωρημένα μου τύμπανα; Δηλαδή προσπαθώ να θυμηθώ, ποιος ήταν αυτός ο θεούλης, που θεώρησε καλή ιδέα να κάνει αλλαγή κομματιού από “Gimme, gimme, gimme” σε «όταν νυχτώνει το εργαλείο». Και όμως, συνέβη. Από Abba σε Μπουγά, παιδιά. Σκέφτομαι πως είναι μια ιδανική στιγμή ΝΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΩ. Ο φίλος μπάρμαν όμως, είχε μια καλύτερη ιδέα. Θες που ήταν και νοστιμούλης (πέθαινα να χρησιμοποιήσω τη λέξη αυτή), με έπεισε. Ας τον πούμε Ορφέα. Όλα τα απωθημένα σε ονόματα, σε ετούτο το μπλογκ. Αφήνω στην άκρη το ότι, ο Ορφέας ήταν ένα μεγάλο μου κρας. Αφήνω επίσης να πέσει, το γεγονός πως πίστευα για ένα διόλου μικρό χρονικό διάστημα, πως ο Ορφέας με φλερτάρει. Αυτό τουλάχιστον έδειχνε το ραντάρ μου, έως και τη στιγμή που, το ίδιο πρωινό όπου ο Ορφέας μου έλεγε πόσο όμορφη είμαι, πόσο μου πηγαίνει το γκλίτερ στα εκφραστικά μου μάτια, ακόμα και μετά από τόση ταλαίπα και ξενύχτι – λόγια του Ορφέα, ε – έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο στόμα του πανέμορφου φίλου του, που ήρθε να τον περιμαζέψει όταν σχολάσαμε. Καβάλησε τη μηχανή και έφυγαν να γιορτάσουν μαζί την πρώτη ημέρα του χρόνου, αφήνοντάς με, με ένα πελώριο: Μόνο σε μένα την ηλίθια αυτά. Α προπό, ίσως το πιο όμορφο και αγαπημένο ζευγάρι ανθρώπων που είδα ποτέ.
Ο φίλος μου ο Ορφέας λοιπόν, με πείθει να παραμείνω, με το επιχείρημα «θα βγάλουμε πολλά λεφτά απόψε». Αλήθεια ήταν, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Διπλό μεροκάματο, τετραπλάσια τιπς και το μόνο που σκέφτομαι αυτή τη στιγμή; Πόσα χρήματα πέρασαν από τα χέρια σου μωρή, ανά περιόδους και τα έχεις ανεμοκάψει; Στο θέμα μας. Ο Ορφέας έχει τη θεωρία του «όσο πιο πολύ ταλαιπωρούμαστε, τόσα πιο πολλά σφηνάκια μας αξίζουν». Όπως δικαίως μαντεύεις, μέχρι τις δύο, είχα γίνει μια κινούμενη κουδουνίστρα. Μόνο που έπρεπε να παλαντζάρω ανάμεσα σε μεθυσμένους, που ενίοτε ξερνοβολούσαν (το ζήσαμε και αυτό, σχώρα με για τη γλαφυρή περιγραφή), με το δίσκο στο ένα χέρι γεμάτο ποτά, σαμπανιέρα γεμάτη πάγο στο άλλο και κάπου ανάμεσα στις μασχάλες κάτι μπουκάλια κρασί. Ενώ στα διαλείμματα των σερβιρισμάτων μου, έδινα και ρέστα. Απορίας άξιο, το ότι δεν έσπασα, ούτε μισό ποτήρι εκείνο το βράδυ. «Έχω βγει σίγουρα μείον χίλια ευρώ, Ορφέα», φώναξα στον μπάρμαν γελώντας και εκείνος μου ανταπάντησε : «σου αξίζει ένα ακόμα σφηνάκι και ένα φιλάκι». Σφηνάκι, καπάκι φιλάκι στο μαγουλάκι και μην είναι και η πιο ωραία Πρωτοχρονιά η φετινή, σκέφτηκα.
Μη φας, έχει γλάρο ψητό στα κάρβουνα. Εκείνη την περίοδο, το μαλλί μου βίωνε μια πιο άφρο φάση. Πάντα είχα πολλά και μπουκλωτά μαλλιά. Εκείνη όμως τη χρονιά, είχα πέσει πάνω σε έναν σπουδαίο κομμωτή, που είχε αποφασίσει να κάνει μπον τζόβι ριβάιβαλ στο κεφάλι μου, αφήνοντάς μου όμως, στο τελείωμα αυτής της ανεκδιήγητης κόμμωσης, μια ιδέα ποντικοουράς. Έτσι τη λέγαμε τότε. Φουλ φιλάρισμα και στο τέλος ποντικοουρά. Σχεδόν φώναζα δηλαδή, στον κατεστραμμένο τύπο απέναντί μου, που έπινε βότκα με χυμό πορτοκάλι και με κοιτούσε επιμόνως, «έλα να μου επιτεθείς». Ασφαλώς και έφταιγα εγώ και το μαλλί μου για αυτή του την αντίδραση. Όχι που ήταν ψυχοπαθής και στουπί, όχι, σε καμία περίπτωση. Τη συνέχεια μπορείς να τη φανταστείς. Θεώρησε απολύτως λογικό, να μου τραβήξει τα μαλλιά. Δεν είναι υπερβολή πως από τη δύναμη, το κεφάλι μου πλησίασε τα γόνατά μου. Στα δικά μου ουρλιαχτά : «τι κάνεις ρε μαλααααααάκααααα» η απάντησή του ήταν σαφής: «Ήθελα να δω αν είναι περούκα». Δύσκολα θα χάσω την ψυχραιμία μου σε αυτήν τη ζωή. Εκείνη την ημέρα όμως, έγινα υπαίτια σε ένα ατελείωτο κλωτσομπουνίδι, το οποίο ΠΡΟΦΑΝΩΣ ξεκίνησε από εμένα και συνεχίστηκε με το αφεντικό μου, τον Ορφέα και πολλούς άλλους δύστυχους θαμώνες εκείνου του μπαρ. Μέσα σε λίγα λεπτά, το μπαρ είχε μετατραπεί σε ρινγκ. Δεν ξέρω ποιος πλακωνόταν με ποιον, ποιος άνοιγε τη μύτη ποιανού. Το μόνο σίγουρο πως κατέληξα να παρακολουθώ τη σφαγή αυτή, αραχτή με τον Ορφέα στην μπάρα, πίνοντας ποτά και τρώγοντας φιστίκια. Ποπ κορν δεν είχαμε ακόμα, στα μπαρζ.
– Είδες τι γίνεται απόψε για χάρη σου;
– Δε φταίω εγώ, φταίνε οι παλαβοί που μαζεύονται εδώ μέσα.
– Ότι είσαι όμορφη φταίει (τσουγκρίζει ποτήρι, κλείνει μάτι, χαμογελάω, κοκκινίζω).
ΑΣΕ ΜΑΣ ΡΕ ΟΡΦΕΑ.
30 Δεκεμβρίου 2020
Καλή χρονιά! Όντως σου τράβηξε ο πελάτης τα μαλλιά??
Καλή χρονιά! Ω ναι. Μόνο αλήθειες εδώ 🙂