Γεια σας κοινό του monosemena. Θα είμαι σύντομος. Με λένε κάπως, αλλά δεν έχει σημασία για την ώρα. Θα γνωριστούμε όταν η συγκεκριμένη ιστοσελίδα περάσει δικαιωματικά στον έλεγχό μου. Διότι μου ανήκει. Για την ώρα μου ζητήθηκε ένα σφηνάκι (να δώσω, όχι να λάβω), ένα sneak peak ενός επερχόμενου ολέθρου, μια μικρή ιστορία από το βιβλίο με τις χιλιάδες μικρές ιστορίες που συμβαίνουν μόνο σε εμένα, αλλά όχι ακόμα monosemena.
Ποια όμως;
Ποια ήταν η αμέσως προηγούμενη monosemena;
Ο μπουφές.
Μπουφές η Ντορ Μπιντ; Μπουφές και εγώ.
Ο μπουφές της Δώρας λοιπόν.
Στα πρώτα έτη του Πανεπιστημίου δεν πήγαινα συχνά. Δούλευα. Όταν όμως ανέβαινα καθόμουν πολλές ώρες. Οι νέες γνωριμίες, η σκακιέρα στο αίθριο, η θέα (ωραία θέα!), οι παρέες, τα κινήματα, και φυσικά οι παρακολουθήσεις των μαθημάτων που είχαν ένα ενδιαφέρον. Εκεί έχανα λίγο σε σχέση με τον περίγυρο, γιατί δεν είχα δικαίωμα να δώσω μαθήματα τον πρώτο χρόνο, επειδή τεχνικοί λόγοι μεταγραφής. Η διαδικασία για να καταφέρω, ως μη εγγεγραμμένος στα μητρώα, να πάρω τα βιβλία του πρώτου έτους, ώστε να ενταχθώ πρόωρα στο θέατρο του παραλόγου που ήταν το τμήμα μου, ήταν ένα μάθημα από μόνη της. Και όχι από τα εύκολα μαθήματα.
Δεν ξέρω αν είμαι μόνος μου σε αυτή τη σκέψη, αλλά υπάρχουν μερικοί καθηγητές που διδάσκουν μαθήματα αποκλειστικά πρώτων ετών, οι οποίοι προκαλούν ένα μείγμα αγνού φόβου και γοτθικού τρόμου στους πρωτοετείς, αλλά στη συνέχεια η δυναμική τους αυτή σταδιακά εξασθενεί. Διότι όσο ο φοιτητής περνάει σε μεγαλύτερα έτη, γνωρίζει σιγά σιγά τους πραγματικά πειραγμένους της ανωτάτης εκπαίδευσης.
Ο Φ. ήταν ένας τέτοιος καθηγητής. Δεν ήθελες να τον πετύχεις καν στον διάδρομο. Θα σε ταλαιπωρούσε μέχρι και το δεύτερο έτος. Στο τρίτο θα ήταν ένας γραφικός για να λες ιστορίες στους φίλους σου. Αλλά μέχρι και το δεύτερο έκλαιγες.
Λέω ιστορία δεκαοκτώ έτη μετά εν τω μεταξύ.
Με τον Φ. είχα μια μικρή αντιπαράθεση. Αληθινά μικρή. Ήθελα να πάρω το βιβλίο του πριν γραφτώ τεχνικά στο πρώτο εξάμηνο, για να μπω κάπως στον ρυθμό του μαθήματός του. Βρεθήκαμε δυο φορές στο γραφείο του. Την πρώτη μου είπε αυτολεξεί «σιγά μη σου δώσω βιβλίο χωρίς να έχεις γραφτεί κανονικά, έλα του χρόνου και βλέπουμε». Την δεύτερη, ένα χρόνο μετά, μου είπε «σιγά μη σου δώσω βιβλίο χωρίς να είσαι πρωτοετής, έπρεπε να είχες έρθει πέρσι, να πας να το αγοράσεις». Ο άνθρωπος με τον οποίο ονειρεύεστε τη ζωή σας μαζί, ο «ναι βέβαια, πήραμε δεύτερο τζατζίκι αλλά το παρήγγειλες εσύ, τελοσπάντων θα πληρώσω τα 25% του αντιτίμου».
Ναι αλλά ο μπουφές πού είναι;
Υπήρχε μια κατάσταση παλιά, κατά την δεύτερη τετραετία Σημίτη, όπου στο Πανεπιστήμιό μου γινόταν ένα event βγαλμένο από την πιο αρρωστημένη dada φαντασίωση, που λεγόταν «Υποδοχή Πρωτοετών».
Έβαζαν καρέκλες σε ένα διάδρομο, έστηναν ένα τραπεζάκι με ένα μικρόφωνο, έβαζαν αμφιθεατρικά τους πρωτοετείς, φώναζαν και δύο ξεχασμένους πρώην καθηγητές, μιλούσαν σύνολο 15’ όλοι μαζί για το πόσο καλό είναι το Τμήμα, πόση πολλή σημασία έχει που το επιλέξαμε και όλη αυτή η τζαζ. Στη συνέχεια, έκαναν όλοι γηπεδικό ντου σε ένα πραγματικά τεράστιο μπουφέ, που είχε στηθεί ειδικά για την περίσταση. Οπότε η «Υποδοχή Πρωτοετών» ήταν μια κατάσταση όπου όλοι σταματούσαν ό,τι έκαναν και πήγαιναν στον μπουφέ. Προπτυχιακοί, μεταπτυχιακοί, διδακτορικοί, καθηγητές, φοιτητές άλλων τμημάτων, γραμματείς, φαρισαίοι, επισκέπτες και γενικώς άκυροι που βαρέθηκαν το φαγητό της λέσχης, όλοι να υποδεχτούν και να καλωσορίσουν το ταλαιπωρημένο πρώτο έτος. Τα δύο πρώτα έτη δεν είχα βρεθεί στην Υποδοχή. Ωστόσο στο τρίτο έτυχε να βρίσκομαι στο Πανεπιστήμιο τη συγκεκριμένη ημέρα. Δεν ήθελα να πάω, αλλά στο πέμπτο «πάμε ρε μαλάκα θα ‘χει φαΐ» του Δημήτρη λέω «δε γαμείς, πάμε να υποδεχτούμε και εμείς». Ο χώρος γεμάτος σαν το An Club ένα καλό Σάββατο, και ο κόσμος στριμωγμένος, χωρίς έξοδο διαφυγής, ανυπόμονος για την πάροδο των 15’ της ομιλίας για να πολεμήσει στη μάχη του Winterfell.
Εγώ καθόμουν πίσω πίσω και κάπνιζα και περίμενα να φάει ο Δημήτρης να σηκωθούμε να φύγουμε. Κατάλαβα από την αρχή πως αυτό θα αργούσε να συμβεί, διότι συνέχιζαν να έρχονται σωρηδόν και άλλοι φίλοι/γνωστοί στο party, οπότε σε μια φάση ήρθε η στιγμή της συνειδητοποίησης πως εδώ θα μείνουμε και πως δε θα γίνει καλύτερο.
Και δεν έγινε.
Κάποια στιγμή δίψασα. Προσέγγισα διακριτικά τον μπουφέ για να πάρω ένα μπουκαλάκι νερό. Δίπλα μου εβρίσκετο ο Φ., ο οποίος έκανε το εξής: έχει ακουμπήσει μια σακούλα πάνω στον μπουφέ και βάζει μέσα ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μπόμπες, τυροπιτάκια, σαντουιτσάκια, αμίτα μόσιον, πατατάκια, μπισκότα, πραγματικά μόνο το μικρόφωνο δεν έβαλε (χωρίς να είμαι και βέβαιος).
Έπιασα ένα μπουκαλάκι νερό.
Τον άκουσα να μου λέει «δεν είσαι πρωτοετής, δε θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ κανονικά».
Οι στιγμές που κάτι σπάει μέσα σου; Εκείνο το δευτερόλεπτο που πρέπει να κρατηθείς, αλλά δε μπορείς να το κάνεις; Αυτές. Αυτή. Στην Υποδοχή.
«Ούτε εσύ είσαι πρωτοετής, αλλά την σακουλίτσα καλά την τρέχεις».
Αυτό το είπα εγώ. Κρύος ιδρώτας.
«Ναι αλλά εγώ έχω πάρει πτυχίο. Εσύ θέλεις να πάρεις; Θύμισέ μου το όνομά σου, είχες έρθει και στο γραφείο μου, ε;»
Αυτό το είπε ο Φ.
«Ναι, ναι βέβαια είχα έρθει… πού το θυμηθήκατε!»
Αυτό το είπα εγώ, με την όπισθεν, ανοίγοντας με χέρια τρεμάμενα ένα μπουκαλάκι ΒΙΚΟΣ που παραλίγο να μου κοστίσει ένα πτυχίο.
Τι συνέβη στη συνέχεια με ρωτάτε, δεν διασταυρώθηκα πολλές φορές ακόμα με τον Φ.
Με έκοψε σίγουρα τις 3 ή 4 επόμενες φορές, αλλά σε μια φάση μάλλον το ξεπέρασε και αυτό.
Όλα τα παραπάνω είναι προϊόντα πραγματικότητας και ουδεμία σχέση έχουν με τη φαντασία.
Να είστε όλοι καλά και να περνάτε όμορφα.
17 Ιουνίου 2021