Ο ψηλός, ο χαζός και ο αχόρταγος

Φίλες και φίλοι γεια και χαρά!

Το γιούχου έχει πάει περίπατο προ πολλού και αυτό βία μέχρι τις έξι το απόγευμα, με τα νέα δεδομένα της δραματικής χουντάρας που ζούμε. Ας έρθει κάποιος να με διορθώσει, αν βιώνει με διαφορετικό τρόπο τη δυστοπική και ζοφερή πραγματικότητά μας. Στο χαρούμενο κλίμα που εγώ δημιούργησα, πάμε σε μία ακόμα monosemena καλοκαιρινή, αυτή τη φορά, ιστορία. 

Ο ψηλός, ο χαζός και ο αχόρταγος. Θα μπορούσε να είναι τίτλος κακογυρισμένου γουέστερν. Αντί αυτού, είναι ένα τριμελές ασύνδετο παρεάκι που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούλιο για ολιγοήμερες διακοπές, πού αλλού; Εκεί που ήσασταν όλοι, παιδιά. Στην Τήνο. Ποιος είναι ο ψηλός; Για κάποιο διαολεμένο λόγο εγώ, λες και είμαι καμιά Σκλεναρίκοβα, ξέρω γω. Ο χαζός ήταν μία άλλη πιο μακρινή φίλη, ας την πούμε Βιόλα, που της ταιριάζει γάντι. Τόσο μακρινή που πια, δεν τη βλέπουμε. Ο αχόρταγος, ενώ θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι ΚΑΙ εγώ, ήταν η διάσημη πλέον σε όλους, από την ιστορία με τον Τζόνι τον Λόρενς, Περπέτουα. Συγκεκριμένα στην Τήνο, έφαγε το καταπέτασμα, η κατά τα άλλα ακραία φιτ και γιόγκι Περπέτουα. Εγώ λοιπόν, η Βιόλα και η Περπέτουα, ξεκινάμε για το νησί της Τήνου, σε ένα από τα πιο σουρεαλιστικά πενθήμερα που έζησα ποτέ. 

Δεν υπάρχει ένα ατόφιο monosemena σκηνικό, αλλά πολλά μικρά σουρεαλιστικά ευτράπελα γεγονότα. Η φίλη μας η Βιόλα, ευθύνεται ίσως για τα περισσότερα. Ένα πανέμορφο και λυγερό, πολύ αδύνατο κορίτσι, τόσο αδύνατο, που μας την έπαιρνε ο αέρας στην Τήνο, παιδιά. Η Βιόλα είναι από τους ανθρώπους που δε θα καταλάβω ποτέ. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, οκ σεβαστό. Δεν τρώει όμως και δεν πίνει ούτε καφέ. Ε, αυτούς τους ανθρώπους αρνούμαι να τους καταλάβω. Μέρα χωρίς καφέ και φαγητό, είναι σίγουρα μια χαμένη μέρα. Στο πλαίσιο αυτών των συνηθειών, ερχόμαστε στο προκείμενο. Στον ύπνο. Η Βιόλα μπορεί να κοιμηθεί οπουδήποτε, σε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Τρως πρωινό στο έιτιζ ξενοδοχείο της κακιάς ώρας που μέναμε και πιάνεις την κουβέντα με την Περπέτουα; Κοιμάται. Ψάχνεις κρέμα μαλλιών στο σούπερ να ξεμπλέξεις την ανεμοδαρμένη σου μπουκλο-αφάνα – ακόμα βρίσκω κόμπους – από το αγέρι της Τήνου; Κοιμάται, αυτή τη φορά όρθια. Συζητάτε με παρέα ΚΑΘΙΣΤΟΙ, στο μπιτσόμπαρο στην Κολυμπήθρα, του οποίου τη μουσική ακούω μέχρι και εγώ, βαθιά μέχρι το τύμπανο; Πάλι κοιμάται. Καθιστή αυτή τη φορά και με ανοιχτό το στόμα. «Τι παίρνει αυτό;» με ρωτάει γεμάτος απορία, ένας φίλος. Τίποτα, λέω, είναι κουρασμένη. Πράγματι, οι διακοπές μπορούν να γίνουν κουραστικές. Ωστόσο, κρατιέσαι και λίγο μέχρι το δωμάτιο. Το καλύτερο όμως, παιδιά, ήταν τα μπαρζ. Ύπνος σε κάθε πιθανή μπάρα / πορτοπαράθυρο / τραπέζι πικ νικ / σκαμπό ή και όρθια, στο τσακίρ κέφι. Χυμούλης ανάμικτος και ύπνος με τη σέσουλα. Στο σημείο αυτό, ένα μεγάλο μπράβο στον τύπο που σκέφτηκε να καταχωνιάσει πολυθρόνα, στο πάρτι που πήγαμε το τελευταίο βράδυ, στη μέση του πουθενά. Ένα τέταρτο μου πήρε να βρω τη Βιόλα. Άνοιξε η γη και την κατάπιε ή την πήρε ο αέρας, μονολογούσα στο μεθύσι μου. Όχι, απλώς είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα. Πείτε μου ξανά, κάποιος, για τις επιβλαβείς συνέπειες της καφεϊνης στον άνθρωπο.

Ύστερα από αυτό το καταστροφικό βράδυ, ήταν η τελευταία μας μέρα στο νησί. Τι να πρωτοθυμηθώ. Το ότι αποφάσισαν η Περπέτουα με τη Βιόλα να επισκεφθούν την Παναγιά, για να μαζέψουν αγιασμό για τα γονεϊκά που τους το ζήτησαν; Ναι και μένα. Σόρι νοτ σόρι, φοργκίβ μι φάδερ, που δεν ανέβηκα τόση ανηφόρα με χανγκόβερ, να σου φέρω νερό από την Τήνο. Αυτή είμαι. Μη λησμονήσω πως, το ίδιο πρωί, με ξύπνησε από το κώμα η Περπέτουα, φωνάζοντάς μου στο τηλέφωνο, πως κατάφερε να χάσει την Βιόλα έξω από την εκκλησία: «Τι εννοείς την έχασες παιδάκι μου, στην τσέπη σου την είχες;». Μια ώρα αναζήτηση με τους παπάδες η άμοιρη Περπέτουα και η Βιόλα είχε κατέβει στη Χώρα και ψώνιζε στα τουριστικά. Αν είχα παιδί με την Περπέτουα, σίγουρα το παιδί μας, θα ήταν η Βιόλα.

Ας πάμε όμως στα χάηλαητς. Θεωρούμε πολύ καλή ιδέα, ένα πρωινό – την Παναγία μου θέλω να πω, αλλά κρατιέμαι – να πάμε με τη φορά του αέρα, γιατί βρέξει χιονίσει, θέλαμε να κολυμπήσουμε στην Παχιά Άμμο, μια από τις αγαπημένες μου παραλίες. Μάταια, προσπαθούσαν να μας πείσουν για το αντίθετο, αγύριστο κεφάλι ο ψηλός (εγώ). Σιγά λέω, πόσο να φυσάει πια. Τι να έχουμε βρεθεί σε αδιέξοδο, τι να παίρνει ο αέρας ακόμα και το αμάξι. Εγώ να προσπαθώ να γυρίσω το αυτοκίνητο στο χείλος του γκρεμού, η Περπέτουα να φωνάζει πανικόβλητη: «Τι θα καααααααάνουμε», τρώγοντας πάντα ένα κρουασανάκι βερίκοκο, το οποίο είχαμε φερμάρει από το ξενοδοχείο. Η δε Βιόλα, να λέει πως είναι ένα καταπληκτικό σποτ για φωτογραφίες, το «τουλαχιστονεννιαμποφορθαμεινουμεεδωγιαπαντα» χείλος του γκρεμού. ΣΚΑΣΤΕ για δυο λεπτά, φωνάζω ωσάν άλλη Γκεστάπω, να δω τι θα κάνουμε. Δεν έχω ξαναφωνάξει / οδηγήσει / χαθεί περισσότερο από όσο σε αυτές τις διακοπές, παιδιά. Δε φτάνει που οδηγούσα μόνο εγώ, έπρεπε να κοιτάω ΚΑΙ το τζι πι ες. Το κλου, πάντως ήταν ένα. Ο ψηλός οδηγούσε και έβριζε, ο χαζός έβγαζε (και κυρίως πόζαρε για) φωτογραφίες και ο αχόρταγος έτρωγε. Εγώ, μεταξύ μας, έκανα και τα τρία. 

Για μία θέση στο τοπ τεν monosemena σκηνικών, κονταροχτυπιούνται ακόμα μπόλικα. Με πονάει η κοιλιά μου, να διαμαρτυρόμαστε και εγώ και το Περπετουάκι, μια μέρα, λες να έφαγα κάτι και να με πείραξε; Μόνο πρωινό στο ξενοδοχείο φάγαμε. Κέικ με αυγό μαζί, με μερέντα, κρουασανάκια, ομελέτες, πορτοκαλάδες, χυμούς, μαρμελαδάκια, βουτυράκια, ψωμιά, σκατά, όλα τα ρημάξαμε, τα ζώα. Μόνο τον σερβιτόρο δε φάγαμε, έναν ανεκδιήγητο πιτσιρικά, πραγματικά βγαλμένο από τα έιτιζ, ο οποίος μισούσε τόσο βαθιά και ανεξήγητα την Περπέτουα, που της πετούσε με δύναμη το πορσελάνινο πιάτο με τα τρία (!) αυγά που έπαιρνε να φάει, κάθε μέρα. Και όχι τίποτα άλλο, μας ξυπνούσε και τη Βιόλα, έτσι δυνατά που το πετούσε. Εν συνεχεία έχουμε, πιθανούς πνιγμούς από τα κύματα, «οχιεγωμιαφιλημου», κυριολεκτικά, καθώς και φωτογραφίσεις σε κάθε πιθανό στενό / σοκάκι / βράχο / ορμίσκο σε ακραίες συνθήκες αμμοβολής. Η Περπέτουα γιόγκι, η Βιόλα μοντέλο και γω φωτογράφος της δεκάρας, να σκέφτομαι να τους κουτουλήσω μεταξύ τους τα κεφάλια, μπας και με αφήσουν να κολυμπήσω. Ατσούμπαλα πεσίματα σε μπαρ από απαράδεκτους τύπους με ατάκες του στυλ «έπρεπε να φτάσω μέχρι την Τήνο για να σε βρω». Σιγά ρε δικέ μου, δεν πήγες και στην Αυστραλία. Κατά τα άλλα, ωραία περάσαμε. 

Μόνο σε μένα σκέφτομαι, τελευταία μέρα διακοπών και είμαι κατάκοπη. Πείθω την Περπέτουα να οδηγήσει μισό μέτρο μέχρι τον Άγιο Μάρκο, ένα υπέροχο διαμαντάκι που ανακαλύψαμε την τελευταία μέρα. Α τι, πρέπει και να παρκάρω μου λέει; Κυρίως αυτό, πρέπει. Εγώ, δε βλέπω την ώρα να βουτήξω στη θάλασσα και ιδανικά να πνιγώ. Νομίζοντας πως τα βάσανά μου έχουν τελειώσει, παρκάρω για μια τελευταία φορά. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ένα ξωκλήσι, φωνάζει η Βιόλα και τρέχει να φωτογραφηθεί, σαν την Αλίκη στο «ΕΙΙΙΙΙ ΠΕΙΡΑΤΗΗΗΗΗΗ ΤΟ ΤΟΠΙΙΙΙΙ». Η Περπέτουα κάνει κατακόρυφο στην άκρη του γκρεμού (επειδή μπορεί) και γω οριακά μεθυσμένη, άυπνη, φορτωμένη με ομπρέλες και τσάντες κάτω από το λιοπύρι, τους εύχομαι να γκρεμοτσακιστούν να ησυχάσω, τσιρίζοντας : Ο ψηλός, ο χαζός και ο αχόρταγος. 

ΠΑΡΑΠΟΛΥΑΣΤΕΙΟ τους φάνηκε εκείνη τη στιγμή. Τόσο, που συνέχισαν. 

 

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

3 thoughts on “Ο ψηλός, ο χαζός και ο αχόρταγος”

Leave a Comment

Your email address will not be published.