Φίλες και δέκα φίλοι του monosemena, γιούχου!
Το μπλογκ χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, είναι και πάλι εδώ. Μια μετακόμιση και πολλές παγοκυψέλες μετά, το monosemena επιστρέφει γεμάτο ατόφιο σουρεαλισμό, χονδροπάθειες και βαθιά γεράματα.
Θα πίστευε κανείς πως, εγκαταλείποντας το καταραμένο σπίτι του διαβόητου Χαλακατεβάκη, ο σουρεαλισμός της πολύπαθης ζωούλας μου θα έμενε επίσης πίσω, μαζί με το κομψοτέχνημα που άφησα φεύγοντας. Γιατί όλα και όλα παιδιά, κάτι έπρεπε να του αφήσω να με θυμάται. Τι και αν ονειρευόμουν να κάνω feuille volant εκείνην τη ρημάδα την τέντα; Του τη δώρισα. Αλλά το καλύτερο δώρο, ήταν το έργο τέχνης στο πλυσταριό παύλα μπουντουάρ, παύλα γραφείο, απομεινάρι της ένδοξης πρώτης καραντίνας του είκοσι. Ένα κρύο βροχερό απόγευμα βαθιάς βαρεμάρας, όπως κάθε σωστός φυλακισμένος, δημιούργησα ένα εκπληκτικό κολάζ φωτογραφιών που έφτανε – σχεδόν – έως και το ταβάνι. Σαν γνήσιο νάηντιζ γκερλ, μην υπολογίζοντας τα αισθήματα του τοίχου, τις είχα κολλήσει ΜΙΑ προς ΜΙΑ με μπλου τακ. Μπλου τακ το δυο χιλιάδες είκοσι παιδιά. Και τι δε θα έδινα να έβλεπα τα μούτρα του Χαλακατεβάκη, όταν πρωταντίκρυσε την Τζάκσον Πόλοκ φουτουριστική μου μπλε βροχούλα, κατά μήκος και πλάτος ολάκερου του τοίχου.
Στο θέμα μας όμως. Ο Χαλακατεβάκης, τολμώ να πω πως ανήκει στη σφαίρα του – όχι και τόσο μακρινού – παρελθόντος. Σταμάτησαν συνεπώς να συμβαίνουν ευτράπελα, monosemena σκηνικά. Eχμ, όχι. Απλώς, εφόσον η επαγγελματική μου ζωούλα πάει κατά διαόλου, σταθερά από το δυο χιλιάδες είκοσι ένα, σκέφτηκα να αφοσιωθώ στην παταγώδη αποτυχία, με πάθος. Παράλληλα, όμως, είπα να ξαναρχίσω δειλά δειλά τα ντιτζεηλίκια, ένα χόμπι που μου προσφέρει αγαλλίαση στην καρδούλα, σπρώχνοντάς με ολοένα και πιο κοντά στον αλκοολισμό και την κώφωση. Πρώτο ντιτζεηλίκι λοιπόν της χρονιάς, με φωνάζουν σε ένα ολοκαίνουριο μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, να διαλέξω τη μουσική. Mόνο σε μένα, για πάντα.
Είναι να απορεί κανείς με το πόσα μπορεί να συμβούν, μέσα σε μία και μόνο νύχτα. Της δικής μου ζωής. Το πιο κλασικό που συμβαίνει πάντα, όταν δουλεύω πρώτη φορά σε κάποιο μαγαζί, είναι τα τεχνικά προβλήματα. Αυτά είναι τα απλά, τα καθημερινά. Θα αποφασίσει να κάνει απντέητ το βίρτσουαλ ντη τζέη παίρνοντας τα πάντα στο διάβα του. Δε θα αποθηκεύονται ρυθμίσεις ήχου, δε θα συνδέονται ακουστικά, κάρτες ήχου κλπ. Κάποιο καλώδιο θα λείπει, κάποιο φορτιστή θα έχω αφήσει σπίτι σαν ηλίθια και θα πηγαίνω με ταξί να τον πάρω. Λεπτομέρειες. Θα περάσω το πρώτο μισάωρο με ταχυπαλμίες και άγχος, καταλήγοντας είτε να βλαστημάω την ώρα και τη στιγμή που πήρα μακ, διαλέγοντας όλη νύχτα κομμάτια από μνήμης, είτε να είμαι χαρούμενη που δουλεύουν τελικά όλα ρολόι. Μαντεύεις τι από τα δύο συνέβη εκείνο το βράδυ. Η βραδιά λοιπόν, ξεκινά δυναμικά με καταστροφή. Δεν το βάζω όμως κάτω, κουφή είσαι λέω, μνήμη ελέφαντα έχεις, μουσική δεν ακούει κανείς εδώ μέσα, θα βγει.
Όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς, ο κόσμος φαίνεται να περνάει καλά και το μάτι μου γυαλίζει. Κυρίως, επειδή αποφάσισα να βάλω έναν κουβά γκλίτερ και έχω αρχίσει να τα βλέπω όλα λίγο θολά. Προχωράμε. Εκεί που πίνω αμέριμνη τη δροσερή μου μπυρίτσα, πιστεύοντας πια πως τα χειρότερα πέρασαν, βλέπω να αναβοσβήνουν μπλε και κόκκινα φωτάκια έξω από το μπαρ. Πράγμα αδύνατον, μιας που μέχρι τώρα, ό,τι αναβόσβηνε στα μάτια μου ήταν ατόφιο χρυσάφι (και μόλις θυμήθηκα την Καίτη Γαρμπή), όπως και το γκλίτερ που είχα τσουλήσει τριγωνικά σαν δάκρυ κάτω από το μάτι, λες και παίζω σε καμιά σειρά του Σαμ Λέβινσον, ξέρω γω. Ε, μήπως ήρθε, η αστυνομία; Λέω εγώ τώρα. Μην τα πολυλογώ, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, έχω ήδη κλείσει τη μουσική και κάθομαι με τους φίλους μου, περιμένοντας καρτερικά να δω αν θα μας πάνε, χωρίς κανένα προφανή λόγο, στο αυτόφωρο.
Δεν πτοούμαστε παιδιά, περνάει και αυτή η φουρτούνα και επιστρέφω στα ντεξ (πέθαινα να το πω μία φορά στη ζωή μου), ακόμα πιο αποφασισμένη και ω του θαύματος, για δες. Κόσμος δειλά δειλά έχει αρχίσει και χορεύει. Η παρέα μου αρχίζει και μεγαλώνει, με αποκορύφωμα τη σουρπρίζ της βραδιάς, τον αδερφό μου, με τον οποίο περνάμε στην επόμενη monosemena φάση. Δεν το έχεις δει, γι’ αυτό είσαι έτσι άνετη, ε, μου λέει ξεκαρδισμένος και εγώ αναρωτιέμαι τι άλλο μπορεί να έχει πάει στραβά. Κοίτα πίσω σου, μου λέει. Αθάνατο κέντρο, δοξασμένη και σιχαμένη μαύρη Αθήνα. Ακριβώς πίσω μου, υπάρχει μία μεγάλη τζαμαρία, που σου επιτρέπει να βλέπεις τα πάντα έξω. Τον δρόμο, τους περαστικούς που κοιτάνε τι φοράς ή περιμένουν να ακούσουν τι παίζεις για να δουν αν είναι καλή ιδέα να μπουν για ένα σφηνάκι. Τη μεγάλη και λεπτή ασβεστωμένη λωρίδα δίπλα στο πεζοδρόμιο, πάνω στην οποία κάνει πασαρέλα, πέρα δώθε με περισσή χάρη, ο Ratatouille. Ένας διαστημικός αρουραίος παιδιά, ακριβώς απ’έξω, να περιφέρεται πάνω κάτω και πλαγίως, πίσω από την πλάτη μου, και δε νομίζω να έχω ξυστεί περισσότερο στη ζωή μου. Τρεις παρέες άλλαξαν στη βάρδιά μου, με όποιον και να μιλούσα αυτός εκεί, μπροστά στην τζαμαρία, πάνω κάτω, strike a pose, vogue. Ακόμα εκεί είναι; Να ρωτάω τον φίλο μου τον, να τον πω Χρήστο και ας τον λένε κάπως αλλιώς, ενώ προσπαθεί μάταια να μου πει τα νέα του. Μην τον κοιτάς μου λέει, εκεί θα μείνει, σε συμπάθησε. Τουλάχιστον τα χειρότερα πέρασαν, αυτό σκέψου ρε, μου λέει ανυποψίαστος. Που εδώ που τα λέμε, τι άλλο να συνέβαινε απόψε.
Αυτά πρώτη φορά συμβαίνουν Δώρα, μου λέει έντρομο το παιδί που έχει το μπαρ και θέλω να του πω, αχ καψερέ, πού να ήξερες. Βραδιά που ξεκινάει με αστυνομία και αρουραίους, θα κλείσει με το ΕΚΑΒ παιδιά, όλοι το ξέρουν αυτό. Κλείσε τη μουσική, μου κάνουν νόημα για ακόμα μια φορά και κάπου εκεί παραδόθηκα. Καλή χρονιά δεν είπαμε, τι και αν είναι Μάρτιος.
23 Μαρτίου 2022