Πλένω μπαλκόνι. Βαριέμαι. Ανοίγω σποτίφι, μπαίνει το τζαστ δε του οβ ας (ας μη σχολιάσουμε το πώς). Χαζοκουνιέμαι με τη σκούπα αμέριμνη, τσουπ! Ξεπετάγεται στο διπλανό μπαλκόνι, καλοστεκούμενη ογδοντάχρονη γειτόνισσα (στάιλ άικον, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ). Χάνω άλλα δέκα χρόνια ζωής, από την τρομάρα. Προχωράμε.
– Γεια σας (λέω).
– Καλεεεεεέ (μου λέει), τι ωραίο τραγούδι ακούς, αυτό το ξέρω μέχρι και εγώ (ενώ παράλληλα χορεύει).
– Χαίρομαι (απαντώ).
– Να ξέρεις όμως, δεν είναι αυτό το κανονικό.
– Σύμφωνοι (απαντώ συγκαταβατικά).
– Το κανονικό το λένε οι Ρόδες.
Μπα νταμ τς! Δεν ήθελα να της το χαλάσω.