Το Ροδοπάκι

Φίλες και φίλοι γιούχου!

Θα’ναι σαν να μπαίνει η άνοιξη εδώ στο Βορρά, όπου και βρέθηκα για λίγες ημέρες. Πολύ θέλω να το πιστέψω, λίγο ωστόσο, ισχύει στην πραγματικότητα. Μόνο εγώ θα μπορούσα να αλλάξω εποχή, από χειμώνα σε άνοιξη, εν μέσω πανδημίας και λόκνταουν μέσα στο λόκνταουν που ήταν βαθιά μέσα σε ένα άλλο λόκνταουν. Με τέσσερις βαθμούς Κελσίου, σε μια κωμόπολη που συνορεύει με τα Σκόπια. Ναι, τα Σκόπια. 

Σε ένα μεγάλο κενό, στη νέα μου και «πιοπροσωρινηπεθαινεις» εργασία, βρήκα ευκαιρία και εξιστορώ, χειρόγραφα αυτή τη φορά, ακόμα μία monosemena ιστορία. Κρατώ στιλό και χαρτί δηλαδή και νιώθω λες και έχω βγει από χρονοντούλαπο. 

Είμαι πλέον πεπεισμένη πως κουβαλάω τον σουρεαλισμό πάνω μου, παντός καιρού, όπου και αν βρίσκομαι, τουέντι φορ σέβεν. Είτε βρίσκομαι στην Αθήνα στο σπίτι μου, ένα ήσυχο απόγευμα, είτε σε ένα καμπ στην άλλη άκρη της Ελλάδας, προσπαθώντας να συνεχίσω να παριστάνω τον διαπολιτισμικό μεσολαβητή/διερμηνέα, με το λειψό μου τύμπανο. Μετά τον Μπετόβεν στη μουσική, ο Μπετόβεν στο μεταναστευτικό. Ευχαριστώ Αντουάν, κάποτε με είχε πει Μπετόβεν των ντιτζέηδων και μην και άρχισαν όλα από κει, αναρωτιέμαι.

Πέρασαν μπόλικα χρονάκια για να συνειδητοποιήσω πόση ακοή έχω χάσει. Ήρθε όμως ο αξιαγάπητος κορονοϊούλης, οι μάσκες και η πανδημία να μου κάνουν πατ πατ στην πλατούλα λέγοντάς μου: «Μήπως, λέω μήπως, ήρθε η ώρα να πάρεις ένα ακουστικάκι;» Ούτε να το ακούσω δεν ήθελα, παιδιά. Γιατί μωρή, μπορείς; Θα με ρωτήσεις εύλογα. Στις πρώτες μου επαφές με κόσμο, έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει τα χείλη του άλλου πίσω από τις μάσκες για να συνεννοηθώ. Όλη μου η ζωή και κοινωνικοποίηση κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη των άλλων. Και έρχεται η καταραμένη η πανδημία και μου τα παίρνει. 

Κοντολογίς, που θα έλεγε και η γιαγιά μου, για να μην πω η προγιαγιά μου, κάνω το μεγάλο βήμα και αγοράζω ένα ακουστικό, κυρίως για να με βοηθάει στη δουλειά. Άνεργη είμαι, λέω, πολύς ο καιρός να το συνηθίσεις μου είπαν, χρόνος υπάρχει, ωστόσο. Μέχρι να βρω δουλειά, θα είμαι και πάλι λειτουργική και πανέτοιμη. Πιο μικρό και από φιστίκι πίνατ, πιο σατανικό και από τον Σατανά τον ίδιο, περνάω τις πρώτες μέρες ζαλισμένη, με πονοκέφαλο και ύπνο όλη μέρα. Με αποκορύφωμα, μια μικρή λιποθυμία. Θα το συνηθίσεις, επιμένει ο γιατρός, αξίζει τον κόπο. Ευτυχώς που δε δουλεύω, δε θα άντεχα λεπτό, σκέφτηκα.

Μόνο σε μένα θα μπορούσε να σκάσει τέτοιο ανκόρ, από όλα εκείνα τα βιογραφικά που είχα στείλει, ακριβώς την εβδομάδα που έβαλα το ακουστικό. Συνεντεύξεις, τεστς, μέσα στην παραζάλη, με αποκορύφωμα την καλύτερη πρόταση που θα μπορούσε να μου γίνει ποτέ στην πιο ακατάλληλη περίοδο. Ακριβώς τη στιγμή που έχω αφήσει το ακουστικό για ρύθμιση και μοντάρισμα στο δεξί αυτάκι, μιας που το αριστερό καθόλου δεν το γούσταρε, σκάει το μέιλ. Μου προτείνουν δουλειά διερμηνείας για δυο εβδομάδες, ψηλά στο Βορρά. Ακριβώς τη στιγμή που άφησα το ακουστικό στο εργαστήριο. Ημέρα Πέμπτη και εγώ έπρεπε να αποφασίσω αν θα φύγω Κυριακή. Οκέι σύμπαν. 

Η πρώτη μου σκέψη, είναι να πω όχι. Αν δεν είχαμε πανδημία, αν δεν είχαμε μάσκες, θα τα κατάφερνα περίφημα. Όπως και τα κατάφερνα όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα όμως, με μάσκες και χωρίς ακουστικό, σκουρούτσικα τα πράγματα. Τόσο καιρό δούλεψες και έτσι, μου φώναζαν οι φίλοι, τα κατάφερες μια χαρά. Μη χάσεις τέτοια ευκαιριάρα, θα το μετανιώνεις μια ζωή. Ε λοιπόν θες που είμαστε και κλεισμένοι τόσο καιρό στο λαγούμι μας, πάρε το ρίσκο λέω. Στη χειρότερη θα έχεις κερδίσει ένα ταξίδι και λίγα λεφτάκια παραπάνω. Πού να ήξερα. 

Ευτυχώς που έφτασα στου διαόλου τη μάνα, για να χαλάσω όλα μου τα λεφτά, να ξεφτιλιστώ και να νιώσω άσχημα με τον εαυτό μου. Δεν το κάναμε ήδη αυτό, στην Αθήνα. Το τι συνέβη, είναι απερίγραπτο. Κούμπωσε η μία γκαντεμιά μετά την άλλη και εγώ για πρώτη φορά νοστάλγησα το σπίτι μου. Από πού να ξεκινήσω. Στο ότι μου σκάει πρώτη διερμηνεία, ένας κύριος από Τόνγκο. ΤΟΝΓΚΟ. Τι είναι αυτό θα μου πεις. Χώρα της Δυτικής Αφρικής, όπου ομιλείται μια υπέροχη διάλεκτος. Μια φορά στα τέσσερα χρόνια, συναντάς άνθρωπο από το Τόνγκο. Τρία άτομα τότε στη δουλειά, του μιλούσαμε γαλλικά, ούτε ένας δε συνεννοήθηκε επαρκώς. Ε να και ο δεύτερος. Εδώ στο άσυλο, με τις μάσκες και την κουφή. Κουά κουά κουά να τον ρωτάω, μπουρ μπουρ μπουρ, να απαντάει αυτός, με την υφασμάτινη από καραβόπανο μάσκα του, κολλημένη στα χείλη του. Αποκλείοντάς μου και την τελευταία ελπίδα να καταλάβω τι μου λέει. Τον είχα πλησιάσει δε, τόσο πολύ, που ο συνάδελφος φοβήθηκε θαρρώ, πως πάω να τον φασώσω τον άνθρωπο. Τι να κάνω, να λιποθυμήσω; Να παραστήσω τη νεκρή; Όντας αρκετά υπεύθυνη και ηλίθια, σταματάω όλη τη διαδικασία, ζητώ να δω σουπερβάιζορ και ενημερώνω. Είπα για τη διάλεκτο; Φυσικά και όχι. Το πήρα όλο πάνω μου, παιδιά, λέγοντας την αλήθεια. Ήμουν τόσο ευαίσθητη από όλα τα προηγούμενα, που ήμουν πεπεισμένη πως για όλη αυτή την ασυνεννοησία, έφταιγα μόνο εγώ και τα αυτιά μου τα πέτσινα.  

Από κει και έπειτα, έζησα μια μικρή Οδύσσεια. Πολύ αργά λογάριασα, μέσα στις επόμενες μέρες, το μέγεθος της μαλακιάρας που είχα κάνει. Γιατί φυσικά, ακολούθησαν και άλλες διερμηνείες στις οποίες τα πήγα περίφημα. Ακόμα και με αυτά τα αυτιά, όπως συνήθιζε να μου υπενθυμίζει η σουπερβάιζορ, μέχρι και τη στιγμή που έφυγα. Μην μπω σε λεπτομέρειες, αλλά ακολούθησε ένα ανθρωπιστικό μανιφέστο αλληλεγγύης. Την πρώτη μέρα. Με έβαλε να στείλω το ακουστικό με ντι έιτς ελ στου διαόλου το κέρατο για να «βοηθηθώ»; Ξεκάθαρα. Το πήρε πίσω την επόμενη ενώ το ακουστικό είχε ξεκινήσει το μακρινό του ταξίδι; Το μόνο σίγουρο. Πλήρωσα ένα κάρο λεφτά και κίνησα γη και ουρανό; Μπιαν σουρ. Τις τρεις επόμενες μέρες πέρασα ένα ρόλερ κόστερ συναισθημάτων , όπου ακύρωνα αποστολές, εισιτήρια, έχανα αεροπορικά και χρόνια ζωής. Μένεις ο ένας, φεύγεις ο άλλος. Τι θα σε κάνουμε εδώ έτσι, μου έλεγε η μία, πρέπει να παραιτηθείς. Πού έμαθες να μιλάς τέτοια γαλλικά, μου έλεγε εκστασιασμένος, ο άλλος σουπερβάιζορ, σε ένα παράλληλο σύμπαν. Στη στρούγκα ήθελα να του πω. Να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Παράλληλα όμως, ήθελα και να το ζήσω. Έφτασες, κουφή, λέω, μέχρι το άσυλο και αυτό είναι κατόρθωμα! Θα μιλάς σαν την Τοτού στο Αμελί όταν πρωταντίκρισε τον Ματιέ (και τι μωρό ο Κασοβίτς, ε;). Το παράκανα τόσο στην προφορά, που πίστεψαν πως είμαι Παριζιάνα. Από τα Λιντλ, ενδεχομένως. Είχα ντραπεί τόσο βαθιά, που αν μου έλεγε κάποιος πως με περιμένει ένα αεροπλάνο απ’ έξω, να φύγω απευθείας, ΧΩΡΙΣ βαλίτσα, θα το έπαιρνα. 

Μόνο σε μένα. Πήγα πριγκίπισσα με αεροπλάνο και ταξί; Έφυγα κακήν κακώς με κτελ και τρένο. Με δικά μου έξοδα. Και τι τρένο ε; Τα έξυπνα μέτρα τους μάραναν. Πιο τίγκα και από τα λεωφορεία στην Αθήνα, κανένας έλεγχος. Ο ένας δίπλα και πάνω στον άλλον, με χάηλαητ, το κάπνισμα στην άκρη του βαγονιού. Τίποτα δεν μπορεί να πάει χειρότερα, σκέφτηκα, τα βάσανά σου τελειώνουν. Σε λίγες ώρες θα είσαι σπίτι σου. Πολύ πολύ να έχεις κολλήσει και κορονοϊό. Δε βαριέσαι. Απόλαυσε το ταξίδι σου, άκου τη μουσικούλα σου και χαλάρωσε. Φτάσαμε ήδη στη Λάρισα.

Και εκεί φτάνουμε στην κορύφωση αυτής της παράνοιας. Στον τρελό με το Ροδοπάκι. Μπαίνει μέσα τύπος, με ύφος παλαβούλη. Φριζαρισμένη χαίτη, σεταρισμένη με μια υποψία “δεντοεχωπιστεψειακομα” φαλάκρας. Μπουφάν χακί φλάητ, έιτιζ θρασοπάπουτσα που έμοιαζαν με ασίξ αλλά ήταν μέκαψες. Πετροπλυμένο τζιν, που μπορεί να είχε πετροπλυθεί πρώτη φορά από τον ίδιο τον Απόστολο Πέτρο, μπακούλα και φυσικά αμάσκωτος, να ρουφάει με μανία ένα πλαστικό καλαμάκι. Βουτηγμένο σε ένα Ροδοπάκι, κάνοντας όλο το τρένο να τον κοιτάει με απορία. Με μαθηματική ακρίβεια, σκέφτομαι, θα κάτσει δίπλα μου. Ξεκάθαρα. Ενώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι, πού βρήκε Ροδοπάκι το δυο χιλιάδες είκοσι ένα. 

Φυσικά και έκατσε στη διπλανή τριάδα θέσεων. Ασφαλώς και καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ρουφούσε το Ροδοπάκι κοιτώντας με ξεδιάντροπα, με εξ ρέι άιζ που νόμιζες πως σε γδύνουν. Εμένα, τη μπροστινή κοπέλα που κοιμόταν, την άμοιρη που για λίγο έκατσε δίπλα του, την κοπέλα που πουλούσε σάντουιτς και νερά, γενικώς τις κοπέλες. Τι να κρύβομαι πίσω από λάπτοπ, εκεί αυτός, μες στα μούτρα μου. Ήθελα τόσο πολύ να τον βρίσω, αλλά ήταν αρκετά τρελός για να προκαλέσω την τύχη μου. Τι να σηκώνομαι να περπατήσω, εκεί αυτός, να με ακολουθεί με το Ροδοπάκι στο χέρι. Στα διαλείμματα της παρακολούθησης, φρόντιζε να καπνίζει στην άκρη του βαγονιού μην τυχόν και δεν πάμε από ασφυξία. 

Δεν μπορεί λέω ρε παιδιά, αυτός ο τύπος να κατεβαίνει Αθήνα. Και Αθήνα πήγαινε και μας κοιτούσε μέχρι και να ανοίξει το βαγόνι να κατεβούμε στο ρημαδοσταθμό, να πάμε σπίτια μας. Δεν ξέρω αν ήταν σύμπτωση αλλά, με το που άνοιξε η πόρτα να κατεβούμε, κατέβασε την τελευταία γουλιά από το Ροδοπάκι και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Το μόνο που ξέρω είναι, πως είχα φτάσει σπίτι μου. Ατ λαστ.

 

9 Μαρτίου 2021

Facebook
Twitter
Email
WhatsApp
Pinterest

Leave a Comment

Your email address will not be published.