Το ρετιρέ: η επιστροφή

Φίλες και φίλοι γιούχου!

Το monosemena είναι και πάλι εδώ, μετά από μεγάλη αποχή. Τουλάχιστον τριών εβδομάδων. Ο λόγος που τις μετράω, δεν είναι για να απολογηθώ στα δέκα – και βγάλε – άτομα που διαβάζουν τούτο εδώ το τερατούργημα, αλλά κυρίως, για να συνειδητοποιήσω πόσος σουρεαλισμός και πόση παράνοια χώρεσε, στον πρώτο μήνα της άνοιξης του είκοσι ένα. Αφήνω στην άκρη τη σταθερά δυστοπική μας καθημερινότητα, που ολοένα και γίνεται κανονικότητα, για να προχωρήσω σε κάτι πιο ελαφρύ.

Πάρα πολύ θέλω να αφηγηθώ τα χάηλαητς του φετινού Μαρτίου, αλλά αν το κάνω, θα χρειαστεί να βρω καράβι να φύγω, αεροπλάνο να εξαφανιστώ ή και τρένο να γίνω καπνός. Η ιστορία έχει δείξει πως είμαι καλή στο να χάσω και τα τρία. (βλέπε λερν του φλάι, ναι, σε σένα απευθύνομαι, φανατικέ αναγνώστη νούμερο πέντε). Μόνο σε μένα θα μπορούσε να κληρώσει τέτοιος Μάρτιος, σε κάθε περίπτωση. 

Τι ιστορία να γράψω, αν δεν μπορώ να διηγηθώ αυτά που μου συνέβησαν το τελευταίο πενθήμερο; (ρωτάω τις προάλλες, μια φίλη). Κάτι θα βρεις από την παλαβή ζωή σου, μου απάντησε ξεκαρδισμένη και δυστυχώς, δεν είχε άδικο. Θα την πούμε Φαίδρα, όνομα που θα διέλυε το νευρικό της σύστημα, αν της το είχαν φορτώσει. Συν τη σημερινή ιστοριούλα, στην οποία και θα πρωταγωνιστήσει. Φαίδρα αν διαβάζεις, τα ‘θελες. 

Η Φαίδρα είναι μια φανταστική φίλη. Δεν κυριολεκτώ, είναι υπαρκτό πρόσωπο. Απλώς είναι τόσο γαμάτη, που ξεπερνάει κάθε φαντασία. Η Φαίδρα όμως, μεταξύ άλλων, έχει την τύχη να κάνει παρέα με τον άρχοντα -πλέον- του σουρεαλισμού. Εμένα. Όλοι ξέρουμε πως κοντά στο βασιλικό θα ποτιστεί λίγο και η γλάστρα. Στην περίπτωση όμως της Φαίδρας, πνιγήκαμε.

30 Μαρτίου 2021

Επειδή αυτή είμαι, παράτησα την ιστορία μου στη μέση από χθες. Σήμερα όμως, ξύπνησα από το χάραμα, με τρομερή διάθεση να μοιραστώ την παρανοϊκή φασούλα των τελευταίων ημερών. Καμία Φαίδρα, μόνο ρετιρέ, Χαλακατεβάκης και ευτράπελα. Οι φίλοι λένε όχι, εγώ πάλι μια ζωή κάνω του κεφαλιού μου, οπότε θα είμαι γενναία, μιας που η ζωούλα, τελευταία, γίνεται όλο και πιο μικρή. Επιπλέον, μόνο αν το διακωμωδήσω, θα το αποτινάξω με κάποιο τρόπο από πάνω μου. 

Η μεγαλύτερη σοφία που άκουσα τελευταία, είναι πως όταν το έξω είναι μέσα, όλη η αστική παράνοια έρχεται και κατσικώνεται στα σπίτια μας. (Μανώλη γεια). Όλη η αστική παράνοια λοιπόν του λεκανοπεδίου, προσγειώθηκε ένα πρωί με φόρα στο μπαλκόνι μου, στο ρετιρέ της καρδιάς μας. Θα ήταν δε θα ήταν οχτώ και μισή, την ώρα που βγήκα να πιω ήρεμη τον καφέ μου, το ηλιόλουστο εκείνο πρωινό. Τι βρήκα αυτή τη φορά; Όχι γάτα, όχι σκύλο μα ούτε και τη σκούπα του Χαλακατεβάκη. (φανατικέ αναγνώστη νούμερο έξι, βλέπε «Ρετιρέ» και «Χαλακατεβάκης» στα προηγούμενα στόριζ αυτού του ανεκδιήγητου μπλογκ). Ούτε και τον ίδιο τον Χαλακατεβάκη, αν και θα μπορούσε. Βρίσκω έναν σφραγισμένο φάκελο που χειρόγραφα απευθυνόταν προς εμένα. Με το όνομά μου, ναι. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν, πως τα βλαμμένα οι φίλοι μου, που με είχαν επισκεφτεί προ ημερών δια την ονομαστική μου εορτή, μου είχαν αφήσει κάποιο ραβασάκι, για πλάκα. Αμ δε. Ξεκινώ να το διαβάζω και με πιάνει ταχυπαλμία. Ας μη δώσω ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το περιεχόμενο, δίνουμε ιδέες στους τρελούς εκεί έξω και είστε και πολλοί πανάθεμά σας. Το ρεζουμέ είναι πως έχω έναν στόκερ, αυτή τη φορά δίπλα στο ίδιο μου το σπίτι. Ο οποίος θεώρησε καλό να μου προτείνει, μεταξύ άλλων, να μη φοβάμαι, ζωγραφίζοντάς μου σε ένα σκιτσάκι έναν διάολα με δύο μυτερά κέρατα. Οκέι.

Φοβάμαι, δε θα στο κρύψω. Φοβάμαι, φοβόμουν και θα εξακολουθήσω να φοβάμαι. Μόνο σε μένα αυτά, αναφώνησα τρεμάμενη, τελειώνοντας την ανάγνωση. Η πρώτη μου κίνηση είναι να κάνω αυτό που μισώ. Να τηλεφωνήσω στους μπάτσους, μπας και στείλουν καμία σήμανση σπίτι. Πολύ CSI έχεις δει ρε παιδί μου, θα μου πεις δικαίως. Αν δε σε σκοτώσει κάποιος δεν έρχονται. Ακολούθησαν τσάρκες στην ασφάλεια με παταγώδη αποτυχία, προτάσεις για μηνύσεις κατ’ αγνώστου γιατί ως γνωστόν μας περισσεύουν λεφτά και άλλες τέτοιες μπούρδες. Τίποτα λέω, όσο και να φοβάσαι, πρέπει να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου. Μινγουάιλ στο μπαλκόνι μου, έβρισκα μπουκετάκια από παχύφυτα. Ανά ώρα. Κάτι που συμβαίνει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Ο αέρας θα είναι, σκεφτόμουν. Ε λοιπόν όχι, ήταν ο τρελός με τα παχύφυτα. Χάθηκαν τα τριαντάφυλλα, οι τουλίπες, οι ζέρμπερες ρε αδερφέ; Και τρελός και τσίπης.

Πεπεισμένη πως τα ψωμιά μου σε αυτό το σπίτι είναι μετρημένα, προσπαθώ να βρω μια λύση. Το επόμενο πρωί, σκεφτόμαστε όλες τις ακρότητες, από κάμερες μέχρι μετακόμιση. Ερχόμαστε κάπου στο βράδυ, όπου φυσικά επιλέγω να το περάσω μόνη, γιατί μπορώ. Πάω να κλείσω την κουρτίνα του παραθύρου που οδηγεί στο μπαλκόνι. Θυμάται κανείς τον κλασικό ήχο που ακούγεται σε όλα τα θρίλερζ, τη στιγμή που θα εμφανιστεί κάποιος κριπίτσουλας απότομα και ξαφνικά; Ε αυτό έγινε. ΤΑΝΤΑΝ, να σου κρεμασμένη στο μπαλκόνι στη μεσοτοιχία, ωσάν άλλη Σαμάρα, μια τύπισσα να με κοιτάει μέσα στα σκοτάδια. Ε…. ΑΝΑΚΟΠΗ. Κάπως έτσι μένουν στον τόπο σκέφτηκα, και πόσο γελοίο θα είναι να πάω από αυτό. Τι θα έκανε ένας νοήμων άνθρωπος αν ήταν στη θέση μου; (ποιος θα ήταν στη θέση σου μωρή ηλίθια, θα ρωτήσεις εύλογα). Θα κλειδαμπαρωνόταν. Τι έκανα εγώ; Χωρίς καμία αίσθηση κινδύνου, βγήκα φωνάζοντας ΤΙ ΘΕΛΕΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ;;; Γιατί μου φάνηκε λογικό ξέρω γω, να σιχτιρίσω τον στόκερ μου, αλλά στον πληθυντικό αριθμό. Θα στο παραδώσω το σπίτι μου μωρή, σκέφτηκα, αλλά πρώτα θα σε βρίσω. Δε θα με τραμπουκίσεις στο ίδιο μου το μπαλκόνι. Η Σαμάρα για κάποιο λόγο θεώρησε έξυπνο το να κρυφτεί και γω συνέχισα με απειλές για αστυνομία και βαρύγδουπες δηλώσεις τύπου «βγες έξω να το λύσουμε ρεεεεεεεεεεεεε» ή και «κρύψου όσο θες, οι μπάτσοι είναι καθ’οδόν». Δεν ξέρω τι ήταν γελοιοδέστερο εκείνη τη στιγμή. Η Σαμάρα κρυμμένη πίσω από τα παχύφυτα ή εγώ που είχα γίνει υπερθέαμα.

Ακολούθησε σόου. Φυσικά και πήρα κλαίγοντας την άμεση δράση, αμέσως μόλις συνειδητοποίησα πως δεν είμαι ο Μαγκάιβερ. Ασφαλώς και χρειάστηκε να πω την ιστορία σε πέντε διαφορετικούς μπάτσους, μιας που εκεί στο εκατό δεν είχαν πληρώσει την κοσμοτέ και έπεφτε συνεχώς η γραμμή. Κέρδισα όμως χρόνο, μιας που σε κάθε τηλεφώνημα, τα περιέγραφα όσο πιο τραγικά γινόταν. Μπας και τους καταφέρω να μου κάνουν την τιμή να έρθουν. Μέσα σε επτά μόλις λεπτά, το σπίτι μου είχε μετατραπεί σε ψυχιατρική πτέρυγα στο Δρομοκαΐτειο. Ανεβαίνει από κάτω πάνω ένας φίλος, σε κλάσμα δευτερολέπτου και περιμένουμε μαζί την αστυνομία. Έχουμε λοιπόν από τη μία, έφοδο από τα orcs, όπου έχουν έρθει με φακούς, πανοπλίες και όπλα και ψάχνουν σκαρφαλωμένοι στο μπαλκόνι τη Σαμάρα. Από την άλλη, αφού έφυγαν οι βάρβαροι, καταφέρνοντας το απόλυτο τίποτα, έχουμε την κατάρα μου τη μαύρη. Τον Χαλακατεβάκη. 

Κλαυσίγελος. Τι να του λέω, μη διανοηθείς να ανέβεις, φεύγω. Στην πέμπτη του επίσκεψη για αυτήν την εβδομάδα, έχει φωνάξει τη Σαμάρα και όλο της το σόι στο διπλανό μπαλκόνι, ενώ παράλληλα προσπαθεί ΝΑ ΜΕ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕΙ για να με καθησυχάσει. Πώς γλύτωσε το μπουκέτο, κανείς δε θα μάθει. Στη μεσοτοιχία λοιπόν η Αγία οικογένεια, παππούς, γιαγιά, κόρη μετά του συζύγου της, να προσπαθεί να με πείσει χαμογελαστή πως το γράμμα έχει προσγειωθεί στο μπαλκόνι μου με drone. Παράλληλα, ενώ μιλάω στο κινητό, βλέπω τον Χαλακατεβάκη να μου αλλάζει θέση σε ένα έπιπλο μιας που το είχα σε λάθος σημείο, όπως με ενημέρωσε. Ε κάπου εκεί, ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΑ. Δε μένεις πια εδώ Δώρα, είναι μια καλή ώρα να το συνειδητοποιήσεις. Μόνο σε μένα. Και σε κάποιες κακογυρισμένες έιτιζ ταινίες.

Το μυστήριο λύθηκε, εν τέλει. Οι παλαβοί δίπλα με έπεισαν πως ο στόκερ είναι το παιδάκι τους, το οποίο απλώς, ήθελε να γίνουμε φίλες. ΑΠΛΩΣ. Ή τουλάχιστον έτσι τους άφησα να πιστέψουν. Γιατί ποιο δεκάχρονο δε θα έστηνε ένα τέτοιου είδους σκηνικό. Ένα αξιαγάπητο φαφούτικο κοριτσάκι στο μεταξύ, με μακριά σγουρά μαλλιά και μάτια πιο κλαμένα και από τα δικά μου. Περισσότερο έφερνε στη Μπουλίτσα από το καφέ της Χαράς (καταραμένα μεσημεράκια ανεργίας, δε φταίω), παρά στη σατανική κόρη της Σαμάρα (δε χωράει γενική). Όπου η Σαμάρα επέμενε στο ότι δεν ήταν αυτή σκαρφαλωμένη πίσω από τα γεράνια, αλλά το ένα κ μισό μίλκο κοριτσάκι της, το οποίο μάλιστα συνήθιζε, λέει, να σκαρφαλώνει ισορροπώντας πάνω στα τακούνια της, προκειμένου να παρακολουθεί την όμορφη κρυφή της φίλη. Ένα μεγάλο «πού τα πουλάς αυτά μωρή» πλανάται στον αέρα. 

Του σαμ απ, για να μαζέψω το σεντόνι που άπλωσα σήμερα, ας πούμε πως γλιτώσαμε (πάει το ύψιλον, άτιμε Μπαμπινιώτη). Μου φυτεύεις απειλητικά ραβασάκια; Σου φυτεύω τα orcs. Τι και αν έφυγα δυο μέρες, το ρετιρέ θα με γλεντάει μέχρι και να αποφασίσω να το εγκαταλείψω. Δύο μηνύματα στο κινητό με γκρίκλις από τον Χαλακατεβάκη, στην επιστροφή, αλλά και ένα ακόμα ραβασάκι, αυτήν τη φορά, στην εξώπορτα. Αγκαλιάζω τη μοίρα μου και μπαίνω ψύχραιμη να ετοιμάσω βαλίτσα, ενώ παράλληλα το διαβάζω:

«Δώρα, όταν επιστρέψεις, χτύπησέ μου σε παρακαλώ.» 

Ε ήταν η κυρία από δίπλα. Με τον σκύλο. Από το άλλο μπαλκόνι. Ήθελε να μου δώσει σπανακόπιτα. Και πάστα φλώρα με πορτοκάλι. Την τύχη μου.

 

31 Μαρτίου 2021

Facebook
Email
Twitter
WhatsApp
Pinterest

Leave a Comment

Your email address will not be published.