PacMan

Φίλες και φίλοι, γιούχου.

Τι γιούχου, που το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι, καλημέρα δυστοπία. Είναι ίσως μία από τις χειρότερες μέρες αυτής τη χρονιάς, όλοι ξέρουμε το γιατί, γεγονός που με απέτρεψε, πολλάκις, από το να διηγηθώ, άλλη μία “monosemena” ιστορία. Από την άλλη, ένας από τους στόχους αυτού του μπλογκ, είναι να γελάσει κάπως το χειλάκι μας, το δικό μου και, με λίγη τύχη, το δικό σας. Οπότε, πίνω μια γουλιά καφέ, παίρνω μια βαθιά ανάσα από αέρα που μυρίζει ακόμα χημικά, εχμ, συγγνώμη, οξυγόνο και ξεκινώ.

Η προηγούμενη εβδομάδα με βρήκε σε πλήρη άρνηση όλου αυτού που ζούμε. Σε έναν καναπέ δηλαδή, να παίζω Nintendo Nes. Ναι, αυτό το αρχαίο που παίζαμε μικροί. To γκρι, ναι. Σίγουρα πρέπει να ακούστηκα μέχρι και το Σύνταγμα, όταν ο Mario, έφαγε το πρώτο του μανιτάρι. Αλλά εκεί που αισθάνθηκα βαθιά συγκίνηση, ήταν όταν ξεκίνησα να παίζω PacMan. Δάκρυα, ουρλιαχτά και η πικρή διαπίστωση πως, όλες οι ώρες που σπατάλησα μικρή, σε ετούτο το βίντεο-γκέιμ, είχαν πάει κυριολεκτικά χαμένες. ΠΟΣΟ ΑΧΡΗΣΤΗ ΕΙΣΑΙ, πρέπει να μου φώναζα, για τουλάχιστον μία ώρα. 

Όταν πια το χέρι άρχισε να μουδιάζει από τη μανία με την οποία, κοπανούσα το πρίμιτιβ αυτό κερσοράκι, στο χειριστήριο, τούκου-τούκου από δω, τούκου-τούκου από κει, τσουπ! Κατάφερε επιτέλους ο βλακέντιος ο PacMan, να βγει από τον πρώτο λαβύρινθο. Ε λοιπόν, τούτη τη στιγμή, τα θυμήθηκα όλα. Από τις πρώτες εμπειρίες ατόφιου σουρεαλισμού, στην περίεργη ζωούλα μου. 

Πάμε πολύ πολύ πίσω, δε θα προσπαθήσω να μαντέψω χρονολογία, θα πω όμως το εξής. Θα ήμουν δε θα ήμουν πέντε – έξι χρόνων. Έχουμε βρεθεί με γονεϊκά στην Αίγινα, για έναν γάμο. Δε φτάνει που με έντυσαν παρανυφάκι, θεώρησαν φανταστική ιδέα, να με «δώσουν» από το επόμενο πρωί σε κάτι σόγια, που θα πήγαιναν μονοήμερη εκδρομή. Τη λεγόμενη «Ύδρα – Πόρο – Σπέτσες». Λίγο περνούσε ο λόγος μου τότε, όπως σωστά υποθέτεις, οπότε πήγα. Πού να ήξερα.

Δε θυμάμαι πολλά, από εκείνη την ημέρα. Τα χάιλαϊτς σίγουρα ήταν: το φαγητό στις ταβέρνες (πήγαμε σε τρεις, όσες και τα νησιά), τα παγωτά (τα κανονικά και αυτά που έφαγα μετά, για να «εξαγοράσουν» τη σιωπή μου) και το PacMan. Σε κάθε καράβι παιδιά και ένα γιγάντιο PacΜan. Και τι δε θα έδινα για ένα ακόμα παιχνίδι, με το στρογγυλό εκείνο, κίτρινο μοχλουδάκι. Στο θέμα μας. 

Χαμένη στον κόσμο μου (από τότε), μέχρι να αποβιβαστούμε στο κάθε νησί, έτρωγα τελείες και σκότωνα φαντάσματα. Η ζωή που ονειρεύεται κάθε πεντάχρονο, έτσι; Κάπου στον Πόρο όμως, θαρρώ, μου κόπηκε η χαρά. Βάζω στη σχισμή του μηχανήματος ένα κέρμα για να συνεχίσω (και μόλις θυμήθηκα τη δραχμή). Κόσμος τριγύρω τρέχει, με σακ-ντε-βουαγιάζ στο χέρι. ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟΟΟΟΟΟ, φωνάζουν στα μεγάφωνα. Με το παιδικό μου μυαλό, σκέφτομαι πως μόλις χαράμισα ένα κέρμα, συνεπώς ένα ακόμα παιχνίδι. Τα παρατάω περίλυπη και πάω στο τραπέζι με το σόι.

Αμ δε! Κανείς. Πουθενά. Το καράβι σχεδόν άδειο και εγώ στα πρώτα πέντε μου χρόνια, αντιμέτωπη με μία από τις πιο μεγάλες αλήθειες αυτής της ζωής. Βασίσου πάνω σου. Αλλιώς τη στρούμφισες. Το σημερινό, γνωστό σε όλους μας, «τη γ@@#σες». Με ξέχασαν στο καράβι, παιδιά. Φτάσαμε Πόρο, σου λέει, μην ξεχάσουμε τις τσάντες, τα φαγητά, τα παιδιά, ε αυτά, τι άλλο; To ζαβό στα ηλεκτρονικά, δεν το σκέφτηκε κανείς.

Δε θα το κρύψω, φίλες και φίλοι, τα έμπηξα. Σχεδόν αμέσως. Άρχισε να περνάει μπροστά στα μάτια μου, όλη η πεντάχρονη ζωή μου. Τα παιχνίδια μου, οι κούνιες και η τραμπάλα. Α, και οι γονείς μου. Ήθελα τον μπαμπά μου και τη μαμά μου, ξεκάθαρα. Στην πορεία, σκέφτηκα, τι να τους κάνω; Αυτοί φταίνε για όλα, με παράτησαν με τους άχρηστους και τώρα θα με κλαίνε οι ρέγγες. Δυο επιλογές είχα. Η πρώτη, να συνεχίσω να κλαίω. Η δεύτερη, να συνεχίσω να κλαίω. Αλλά να βγω από αυτό το καράβι. Έτρεξα γρήγορα προς έναν κύριο, από αυτούς «με τις στολές», νομίζοντας πως είναι ο καπετάνιος. Ναι, ο καπετάνιος. Τόσο χαζό. Αρχίζω να του τραβάω το μπαντζάκι, μυξοκλαίγοντας: « ΜΕ ΞΕΧΑΣΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΝ!!! ». 

Από κει και έπειτα, θυμάμαι μόνο το σόι στο λιμάνι, να τρέχει κατά πάνω μου. Εγώ με τη σειρά μου να κλοτσάω – άτιμε Μπαμπινιώτη, γιατί όχι «κλωτσάω» – έναν από τους θείους, τσιρίζοντας: «Mε ξέχασες, με ξέχασες!». Η νονά μου (νοτ σόρι), ίσως η πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει ποτέ μου, να μου λέει με τη ζεστή της φωνούλα, πως «δε θα το πούμε στη μαμά και τον μπαμπά», μιας που ήμουν τόσο όμορφη. Τόσο, που άξιζα το μεγαλύτερο ανάμεικτο παγωτό μηχανής που υπήρχε στο νησί. Εντάξει νονά, της είπα, κοιτώντας τη όλο ευγνωμοσύνη. Που τη βρήκα. Μόνη μου. Ενώ, με ξέχασε, σε ένα καράβι, λες και ήμουν μπουκαλάκι με νερό. Και τα παγωτάκια μου τα έφαγα, γιατί φυσικά, ένα ίσον κανένα, και τα είπα στη μαμά και τον μπαμπά. Όλα.

image via http://wallpaperswide.com

 

18 Νοεμβρίου 2020

Facebook
Twitter
Email
WhatsApp
Pinterest

Leave a Comment

Your email address will not be published.