Φίλες και φίλοι γιούχου!
Μία υπέροχη και ηλιόλουστη εβδομάδα ξεκίνησε! Και όταν λέω ηλιόλουστη, εννοώ γεμάτη βροχή και ταλαίπα. “It’s been raining now for days”, σιγοτραγουδώ κάθε πρωί και κάπως, σαν να αρχίζω να ταυτίζομαι με την πίκρα των Vodka Juniors, όταν έγραφαν το “whiskey and the rain”. Βροχή και σήμερα, τζιν αντί για ουίσκι και σίγουρα η φάση είναι, μου λείπουν όλοι οι φίλοι μου, «ολ άι γουόν του σι ιζ γιορ πρίτι φέις, γιορ πρίτιιιιι φέεεεεεις». Ποιο πρίτι φέις θα μου πεις, μόνο μάσκες και ξινίλα.
Η σημερινή monosemena ιστορία, μας έρχεται από το πολύ μακρινό παρελθόν, μιας που αν έμπαινα στη διαδικασία να διηγηθώ τα μισά, από όσα μου συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα, θα έπρεπε να μετονομάσω το μπλογκ αυτό σε «μονοσεμενατονγκαντεμη». Βρισκόμαστε κάπου στο 2002 ή 2003. Παραδόξως, έχω καταφέρει και φοιτώ στη Φιλοσοφική Αθηνών. Καθαρά από τύχη, τι τύχη δηλαδή. Ατυχία άλλου επιπέδου. Φαντάσου να είσαι δεκαοκτώ, να περιμένεις πώς και πώς να εξαφανιστείς από το πατρικό σου, έχοντας ΗΔΗ βρει σπίτι στη Θεσσαλονίκη και ξαφνικά, πάρτα! Πέφτουν οι βάσεις τρεισίμισι χιλιάδες μόρια και περνάς στην Αθήνα. Φυσικά και κάποια ηλίθια στο φροντιστήριό σου, σε είχε πείσει πως, ούτε απ’ έξω δε θα έβλεπες το κτίριο αυτό, σε ολόκληρη τη ζωούλα σου. «Ποια νομίζεις πως είσαι, καμιά που διάβασε όσο έπρεπε; Δήλωσε την Αθήνα σαν πρώτη επιλογή. Μήπως θα περάσεις εκεί;» Και Αθήνα πέρασα, και το έφαγα στη μάπα το κτίριο, ουκ ολίγα χρονάκια. Μόνο σε μένα. Βαρέθηκα να το λέω και εσύ να το διαβάζεις.
Μια βροχερή ημέρα σαν και τη σημερινή, ξεκινώ για το γαλλικό τμήμα της Φιλοσοφικής. Ένα φαντασμαγορικό παράρτημα του Άουσβιτς, όπως συνήθιζαν να το χαρακτηρίζουν οι παλαιότεροι, από το οποίο έχεις την ψευδαίσθηση πως θα βγεις πτυχιούχος, με τα γαλλικά που ήξερες μπαίνοντας. Γελάνε και οι πέτρες φίλες και φίλοι, αλλά θα το αναλύσουμε σε επόμενες ιστορίες. Ασφαλώς και δεν έχω κάνει ακόμα παρέες στη σχολή. Κυρίως, επειδή μισώ την πλειοψηφία των συμφοιτητριών μου. Πριν βιαστείς να με κρίνεις, πέρνα μια βολτίτσα από εκεί και θα με θυμηθείς. Αξίζει να αναφερθεί πως στην πρώτη μου και τελευταία απόπειρα κοινωνικοποίησης με κάποια «κοκέτα» συμφοιτήτρια, έγινα αντικείμενο χλευασμού από εκείνη και τη θλιβερή της παρέα, επειδή «γυναίκα με γαμψό νύχι στο δεξί χέρι και κοντό νύχι στο άλλο» πού πήγαινα; Το μανικιούρ δεν το είχα ακουστά; Άντε τώρα να της εξηγούσα, πως προσπαθούσα με πλήρη και πιστή αποτυχία, να μάθω κλασική κιθάρα.
Όντας πολύ μεγαλύτερος μάγκας από αυτές – λέμε τώρα – είχα φίλους στο Μαθηματικό που βρισκόταν ακριβώς δίπλα. Οπότε η μίζερη φοιτητική μου ζωούλα περνούσε αρκετά ευχάριστα. Τουλάχιστον έτσι θεωρούσα, μέχρι και την ημέρα όπου διαδραματίζεται η ιστορία αυτή. Φτάνω λοιπόν στη σχολή, μετά κόπων και βασάνων, μιας που βρέχει φρικτά και έχω στοιβαχτεί, ίσως και σε τρία διαφορετικά λεωφορεία για να φτάσω. Αναρωτιόμαστε ύστερα για τους αιώνιους φοιτητές. Ακόμα και για τη μετάβαση εκεί, πρέπει να μοχθήσεις. Δε σου δίνουν ούτε ένα τυράκι. Θα ματώσεις, σου λέει, για να φτάσεις. Όπου και να μένεις. Νόμος. Καταφθάνω λοιπόν στο μάθημα, ελαφρώς λούτσα, για να διαπιστώσω πως έχω κενό. Τρεις ώρες. Τρεις μαρτυρικές ώρες στη Φιλοσοφική, ίσως το πιο κρύο κτίριο στην Αθήνα. Με βροχή. Πού να πάω, σκέφτομαι. Δεν πάω στη βιβλιοθήκη να διαβάσω; Γέλασα δυνατά, πριν καν ολοκληρώσω τη σκέψη μου. Καλέ! Τα παιδιά στο Μαθηματικό! Πώς δεν το σκέφτηκα. Σιγά μη δεν πίνουν κάποιο τριτοδεύτερο καφέ στο κυλικείο τους. Γίναμε.
Ξεκινώ ενθουσιασμένη για το Μαθηματικό. Τηλεφωνώ στον φίλο μου τον – ας τον πούμε, Ορέστη, άλλο ένα αγαπημένο μου όνομα – να πάμε να πιούμε ένα ξέπλυμα στο κυλικείο, μπας και περάσει το κενό. Έλα όμως που ο Ορέστης, έχει αποφασίσει εκείνη την ημέρα, να προσποιηθεί τον φοιτητή και να παρακολουθήσει μάθημα. «Έλα να αράξουμε εδώ ρε», μου προτείνει, «δεν υπάρχει πρόβλημα, δε θα σου πει κανείς τίποτα». Λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, να καλέσει άνθρωπο που έγραψε μονοψήφιο αριθμό στα μαθηματικά γενικής παιδείας στις Πανελλήνιες, σε διάλεξη στο Μαθηματικό. Και μάλιστα τρίωρη. Δηλαδή αναρωτιέμαι, πώς κούμπωσε έτσι, έως και σήμερα. Αρκετά ανυποψίαστη για το τι με περιμένει, πήγα.
Ο Ορέστης είναι προσηλωμένος στον πίνακα χαζεύοντας θεωρήματα και εξισώσεις. Τουλάχιστον έτσι έμοιαζαν. Μάταια προσπαθώ να του αποσπάσω την προσοχή με γκριμάτσες, σκίτσα και αστειάκια, εκεί αυτός. Χαζεύει τον καθηγητή του σαν ερωτευμένο σχολιαρούδι, κάνοντας ένα απαλό μπλινκ μπλινκ με τα μεγάλα του καστανά, γεμάτα όρεξη για μάθηση μάτια. Πάει και αυτός, σκέφτομαι. Παλιά μου τέχνη κόσκινο, εγώ. Σαν να μην πέρασε μια μέρα, βγάζω ένα τετράδιο και ξεκινώ να σχεδιάζω κουτάκια βαρεμάρας, κουτάκια που σχημάτιζαν στο τέλος, μια αχανή σκακιέρα. Ακριβώς ό,τι έκανα στο λύκειο, την ώρα των μαθηματικών.
Χαμένη στις σκέψεις μου και την ατελείωτη ανία, έχω πολύ γρήγορα ξεχάσει πού βρίσκομαι. Ήμουν τόσο απορροφημένη, που σχεδόν δεν κατάλαβα πως ο καθηγητής του Ορέστη στεκόταν από πάνω μου και μου μιλούσε. ΣΕ ΜΕΝΑ. «Σου μιλάνεεε», με σκουντά επίμονα ο Ορέστης. Σηκώνω αποχαυνωμένη το βλέμμα μου. Ο καθηγητής μιλάει όντως σε μένα. Είμαι στα αλήθεια ξύπνια και μου ζητά να σηκωθώ να λύσω και εξίσωση. Ναι, εξίσωση. Λύκειο ολ όβερ εγκέν. Τι να του λέω, πως είδα φως και μπήκα, από δίπλα. Κυριολεκτικά. Το βιολάκι του αυτός, να επιμένει. Άνθρωπέ μου, ούτε στο γυμνάσιο καλά καλά δεν τα κατάφερνα, λες να τη λύσω στο Μαθηματικό; Αφού μπήκες, μου λέει, θα προσπαθήσεις. Σκέφτομαι πως είναι μια καλή ευκαιρία να λιποθυμήσω / παραστήσω τη νεκρή και πίστεψέ με, ήμουν πολύ κοντά και στα δύο. Ελάτε, μου λέει, δείχνοντάς μου το δρόμο για τον πίνακα. Με λούζει κρύος ιδρώτας, βουρκώνω από ντροπή, ψιθυρίζω στον Ορέστη ένα «μόλις βγούμε από δω μέσα θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» και πάω να υπνωτίσω τον πίνακα με τις τιποτένιες μου μαθηματικές δεξιότητες.
Ένα ολόκληρο αμφιθέατρο τριακοσίων ατόμων, ανάμεσά τους και ο Ορέστης, έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μιλάμε για κανονική κακοποίηση. Αν δεν είχα ντραπεί τόσο, θα γελούσα και γω, δε στο κρύβω.
– Λοιπόν; (ρωτά ο καθηγητής).
– Τι λοιπόν (ανταπαντώ).
– Περιμένω.
– Το τρένο; (του χρειαζόταν).
– Περιμένω να λύσεις την εξίσωση.
– Ε, θα περιμένετε για πάντα.
Μια εβδομάδα μετά, ο Ορέστης είχε τρίωρο κενό. Εγώ πάλι, είχα Ιστορία Γαλλικού Πολιτισμού. Με μαέστρο όμως, τον εωσφόρο. Μια αξιαγάπητη καθηγήτρια, που στοιχειώνει τα όνειρά μου, έως και σήμερα.
– Έλα από δω να περάσει η ώρα.
– Ρε, σίγουρα; Δε θα υπάρχει πρόβλημα; Είναι λίγο μουρλές στη σχολή σου!
– Η συγκεκριμένη, είναι ΠΑΡΑΠΟΛΥΚΟΥΛ.
Ε, δεν ήταν. Ορέστη.
ΤΟΥ ΜΠΙ ΚΟΝΤΙΝΙΟΥΝΤ.
14 Δεκεμβρίου 2020
Thanks for a marvelous posting! I definitely enjoyed reading it, you happen to be a great author.I
will always bookmark your blog and definitely will come back in the
foreseeable future. I want to encourage that you continue your
great posts, have a nice morning!
Thank you so much! Have a nice day 🙂