Παίζω με τη φλόγα, γιατί καίω ίσως μία από τις πιο σουρεαλιστικές μου στιγμές στην πρώτη δημοσίευση, αλλά ας είναι. Τα Ανάκτορα του Αίαντα. Μακράν η αγαπημένη μου φράση στην πολύπαθη ζωούλα μου και η λιγότερο αγαπημένη της καλύτερής μου φίλης, της οποίας την ταυτότητα θα προστατέψω. Για το καλό μου. Θα την πούμε Dude, νίκνειμ του οποίου την προέλευση αδυνατώ να θυμηθώ. Δε θα μας απασχολήσει στην παρούσα φάση.
Πίσω στο μακρινό 2006 θαρρώ, μιλάμε δηλαδή για προϊστορικές εποχές, ήμασταν ακόμα φοιτήτριες. Εγώ και ο Dude. Ο Dude και εγώ. Ο Dude και εγώ λοιπόν, οι δυο πιο αντικοινωνικοί άνθρωποι στην Αθήνα, παράλληλα με τις σπουδές μας, είχαμε και μία παρτ – τάιμ απασχόληση. Τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, για να μην πω πέντε, είχαμε αναλάβει να πίνουμε το βάρος μας σε αλκοόλ σε κάθε πιθανή μπάρα των Αθηνών, ούτως ώστε να πηγαίνουμε το πρωί στο πανεπιστήμιο, με όσο το δυνατόν λιγότερη διαύγεια. O Dude δηλαδή, γιατί εγώ, τις περισσότερες φορές, αντί να πίνω καφέ στη Φιλοσοφική, βολόδερνα σε κάποια δουλειά – ευκαιρία ζωής, τόσο σπουδαία, που δε θυμάμαι καν ποια ήταν. Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο. Θα ανοίξει πάλι μεγάλη παρένθεση, μια ζωή αυτά κάνω, ξεκινάω να πω ένα πράγμα; Ξεφυτρώνουν άλλα δέκα. Ή βασανιστής – μην παρεξηγηθώ, θα εξηγήσω πάραυτα – εξάχρονου μαθητή πρώτης δημοτικού ή μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας σε παιδιά γυμνασίου. Όπου η ιστορία έδειξε πως τα χρειαζόμουν περισσότερο από ότι εκείνα. Υποθέτεις ήδη πολύ σωστά. Απέτυχα. Παταγωδώς. Και στα δύο. Και όχι εξαιτίας του έκλυτου βίου μου.
Στην πρώτη μου λοιπόν ευκαιρία ζωής, εν αγνοία μου, είχα αναλάβει να βασανίζω τον μικρό, ας τον πούμε Γιωργάκη, μήπως και γλιτώσω τη μήνυση. Σε προειδοποιώ, δε θα φτάσω ποτέ στην ιστορία με τα ανάκτορα. Μούβιν ον. Ο μικρός Γιωργάκης φοιτούσε στην πρώτη δημοτικού. Η μητέρα του, τριάντα δύο ετών τότε, με είχε προσλάβει να του κάνω παρέα, όσο εκείνη και ο σχεδόν ΑΟΡΑΤΟΣ πατέρας του Γιωργάκη δούλευαν. Θεωρούσε λογικό επίσης, να σβήνουμε όλα του τα τετράδια κάθε εβδομάδα. Παρασκευή με Κυριακή έπρεπε να γράφει εκ νέου τα πάντα, επειδή λέει δεν έκανε καλά γράμματα. Στο μεταξύ, τα γράμματα του Γιωργάκη στην πρώτη δημοτικού, καλύτερα από τα δικά μου σήμερα, έτσι; Ένα μεγάλο, ΕΝΙΓΟΥΕΙ. Ο Γιωργάκης ήταν ένα αξιαγάπητο παιδάκι. Είχε στρατιωτικό πρόγραμμα, έτρωγε πάντα ένα αυγό τη μέρα, ήθελε μελάτο, σπανίως του το έδιναν και κοιμόταν κάθε βράδυ στις οκτώ και μισή. Η αγαπημένη του λιχουδιά ήταν η ρώσικη σαλάτα, που μόνο σαλάτα δεν τη λες. Στο σπίτι του Γιωργάκη υπήρχαν, κάμερες – ναι, κάμερες – για να παρακολουθούν όλες εμάς τις μοχθηρές δασκάλες που τον πρόσεχαν. Είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρη πως ήταν μία από τις πολλές μούφες, που μου είχε πει η μητέρα του για να με τρομοκρατήσει. Έψαξα παντού, μη νομίζεις, μαζί με το φίλο μου τον Γιωργάκη. Μας είχε απαγορευτεί κάθε είδους διασκέδαση. Καλή ώρα όπως τώρα. Όλα τα παιχνίδια που παίζαμε, έπρεπε να είναι εγκεκριμένα από τη μανούλα του Γιωργάκη. Aς την πούμε Αφροξυλάνθη, το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο μυαλό. Αφροξυλάνθη και Μαρία Μοντεσσόρι ένα και το αυτό. Δεν τις ξεχώριζες. Γκουχ.
Βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί, τα χέρια του Γιωργάκη, όπως και τα δικά μου, είχαν αρχίσει να γεμίζουν κάλους. Εμένα από το σβήνε-σβήνε με μια γομολάστιχα στο χέρι (και πόσο αστεία λέξη, ε, γομολάστιχα) και του Γιωργάκη στην προσπάθειά του να γράφει γράμματα, όπως το ο και το δ, πιο στρογγυλά και από πασχαλινά κουλούρια. Ξεκινώντας φυσικά τη σχεδίαση, πάντα από δεξιά. Το αφήνω να πέσει και αυτό. Όπως είναι προφανές, τα ψωμιά μου σε αυτή τη δουλειά ήταν λίγα. Ο Γιωργάκης άρχισε να βλέπει εφιάλτες τα βράδια, εγώ επέστρεφα στο σπίτι με ενοχές. Αφού φρόντιζα πρώτα να υπενθυμίζω στην Αφροξυλάνθη το ρόλο μου ως δασκάλα του. Χωρίς αποτέλεσμα. Τσακωμοί και εντάσεις, σχεδόν κάθε μέρα. Ανένδοτη η Αφροξυλάνθη. Μην ανακατεύεσαι, εγώ ξέρω, συνήθιζε να μου λέει.
Τη λύση φίλες και φίλοι την έδωσε η μουσική. Σε αυτό το σημείο αρχίζω να αισθάνομαι πως το μπλογκ αυτό, θα είναι η καταστροφή μου. Δε βαριέσαι. Εκείνη την εποχή, χωρίς ίχνος ντροπής, θα σου πω πως βίωνα την πόουζερ φασούλα μου στη μουσική και ο νοών νοείτω. Ω ναι. Στο πλαίσιο αυτού του προσωπικού διασυρμού, θα πω πως, εκείνη την περίοδο συγκεκριμένα, άκουγα φανατικά γκανζ εν ρόουζιζ. Κάνω μια παύση να γελάσω με τον εικοσιτριάχρονο εαυτό μου. Μπορεί να τους σιχαίνεσαι, σου το δίνω. Ο Slash όμως, ο γνωστός ατίθασος και γοητευτικός κιθαριστής με την αδιανόητα φριζαρισμένη αφάνα, έσωσε τον μικρό Γιωργάκη. Όπως μου είπε ο ίδιος (o Γιωργάκης) ένα βράδυ, τρέχοντας κατά πάνω μου: «Έβλεπα τον εφιάλτη με τα γράμματα και τουθ αριθμούθ! Με ΚΥΝΗΓΑΓΑΝ να με φάνε, ήρθε ο Θλαθ με την κιθάρα του, έπαικθε ένα θόλο, τρόμακθαν και έφυγαν! Το πιθτεύειθ;;;;». Λησμόνησα να αναφέρω πως, ένα από τα πολλά πράγματα που έκαναν τον Γιωργάκη ακαταμάχητο, ήταν η πλήρης αδυναμία του να προφέρει το σίγμα. Συγγνώμη, θίγμα. Τη συνέχεια τη φαντάζεσαι, τράβηξα ένα φάσκελο στη μάνα του Γιωργάκη και έφυγα νύχτα. Αφού πρώτα του άφησα στο μπαούλο με τα παιχνίδια του το “Use Your Illusion World Tour – 1992 in Tokyo I” αλλά και “IΙ” σε ντιβιντί. Προσπάθησα να τον επισκέπτομαι συχνά πυκνά, αλλά, η Αφροξυλάνθη, με τον τρόπο της, φρόντισε να αποχωριστούμε. Γιωργάκη, όπου και αν είσαι σήμερα, εύχομαι να βασανίζεις τη μανούλα και να έχεις κάνει καλύτερες μουσικές επιλογές από εμένα στα είκοσι τρία. Πιστεύω σε σένα. Λοβ γιου φορέβα.
Πώς έφτασα όμως ως εδώ; Α ναι. Πετάει παράλληλα μια εκνευριστική μύγα έξω από το παράθυρό μου και με αποσυντονίζει. Η δε σκιά της, πιο μεγάλη και από νυχτερίδας. Συνεχίζω. Η δεύτερη εργασιακή μου αποτυχία, για εκείνη τη χρονιά, ήταν τα μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας που έκανα σε παιδάκια που φοιτούσαν στο Γυμνάσιο. Λίγη φαντασία χρειάζεται κανείς για να προβλέψει τη συνέχεια. Όταν ήρθε η ώρα να λύσουμε τις πρώτες εξισώσεις στα Μαθηματικά, κατάλαβα πως τα ψωμιά μου και εκεί θα είναι μετρημένα. Μόλις εμφανίστηκαν δε τα κλάσματα, έγινα καπνός σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ίσως, το χειρότερο αστείο που σκαρφίστηκα ποτέ μου. Ζητώ συγγνώμη.
Όπως καταλαβαίνεις, το μπαρ χόπιν ήταν μονόδρομος στη ζωούλα μου τότε. Όχι πως τώρα το έχω ελαττώσει. Ο Dude και γω λοιπόν, τα δυο πιο αντικοινωνικά πλάσματα της Αθήνας, γνωρίσαμε άλλους δυο φίλους, σε μία από τις ιστορικές μας εξόδους. Ας τους πούμε Χέμο και Παυσανία. Και οι δυο τους δήλωναν ηθοποιοί. Ξεκινήσαμε λοιπόν να κάνουμε παρέα με τα δυο αυτά αγόρια ή πιο σωστά να τους επιτρέπουμε να μας συνοδεύουν σε αυτό που κάναμε με πάθος, μέχρι και να μας γνωρίσουν. Στο μπαρ χόπιν. Ο Χέμος πατούσε πιο γερά στα πόδια του, ήταν αυτό που λέμε ο «ωραίος» της παρέας, πολύ έξυπνος, αρκετά αστείος και λίγο φαφλατάς. Όχι όμως σε σημείο που να γίνεται εκνευριστικός. Ο Παυσανίας από την άλλη, δεν είχε αντικειμενική ομορφιά, είχε όμως ένα θλιβερό μούσι (θύμιζε τριτοξάδερφο του Έντουαρντ Νόρτον στα χειρότερά του), σεταρισμένο με μια αστεία χαίτη. Ήταν πολύ πιο έξυπνος και από τους τρεις μας (δουδ αν διαβάζεις, ξέρω, μουντζώνεις), αλλά αισθανόταν συνεχώς την ανάγκη να το δείχνει με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία, γεγονός που τον έκανε έναν σπουδαίο και κουραστικό μαλάκα.
Ένα βράδυ που ‘βρεχε και έβρεχε στην κυριολεξία μονότονα, βρεθήκαμε σε ένα ταβερνείο στα Εξάρχεια, γύρευε πώς, μαζί με τον Χέμο, τον Παυσανία και την πανηλίθια παρέα τους. Ένα μάτσο από «ακουσμένους» ηθοποιούς. Μια ιδιότητα που φρόντιζαν να μας υπενθυμίζουν κάθε λίγο και λιγάκι. Σε μένα και τον Dude, τις ανίδεες κακομοιρούλες. Στο σημείο αυτό, να τονίσω πως δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους ηθοποιούς, τουναντίον. Έτυχε απλώς, αυτοί οι συγκεκριμένοι να είναι, τα εφτά κακά της μοίρας μας. Τι κάνατε εκεί, θα με ρωτήσεις εύλογα και θα σου πω, έλα ντε. Η βραδιά τσουλούσε, τρώγαμε, πίναμε τσίπουρα, κυρίως για να αντέξουμε. Τον Παυσανία, τον Χέμο και την παρέα του, αλλά συνάμα και τη μουσική. Ωραία τα ρεμπέτικα δε λέω, εξαρτάται όμως από το ποιος τα «εκτελεί» και με πόσο βίαιο τρόπο. Τελευταίο τραγούδι που θυμάμαι να αντηχεί στα αυτιά μου, ήταν η γνωστή σε όλους μας «παξιμαδοκλέφτρα». Οι προσπάθειές μου να πείσω τον Παυσανία, ενώ μου τραγουδούσε γκαρίζοντας πως «ήμουν μια παξιμαδοκλέφτρα, που τώρα που με πήρε αυτός γυρεύω σούρτα φέρτα» να σκάσει, απέβησαν άκαρπες. Ουδέποτε έχω κλέψει στη ζωή μου ο,τιδήποτε, πόσο μάλλον παξιμάδια. Επίσης, δε με πήρες ποτέ, ΟΥΤΕ εσύ, ΟΥΤΕ ο διάολος να με σώσει, από εκείνο το μαρτυρικό βράδυ. Παυσανία, ε Παυσανία.
Ερχόμαστε επιτέλους στο προκείμενο. Ο Παυσανίας εκείνο το βράδυ έπαιζε ρωσική ρουλέτα. Ήθελε να σκοτωθεί. Ξεκάθαρα. Παξιμαδοκλέφτρα εγώ, Φραγκοσυριανή ο Dude. Πανάθεμά τον λέω, πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να εξαφανιστούμε. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον κάνουμε να σταματήσει, προτού σπάσουν οι χορδές και του τελευταίου μπαγλαμά εκείνης της αχαρακτήριστης κομπανίας, ξεκινάμε ένα βαριεστημένο τσιτ τσατ. Αφήνουμε να πέσει το δοκιμασμένο: «Τι νέα;». Αυτό ήταν. Ήταν σαν να του ρίξαμε κουβά με νερό στα μούτρα. Ποιο τσίπουρο, ποιο μεθύσι, τινάζεται σαν ελατήριο και οριακά πέφτει από την καρέκλα του. ΚΑΛΑ (φώναξε τόσο δυνατά, που σταμάτησε για λίγο η μουσική), ΔΕ ΜΑΘΑΤΕ ΤΙ ΕΓΙΝΕ; Ωραία, σκέφτηκα, ανοίξαμε τον ασκό του Αιόλου. Θα πεθάνουμε εδώ, σε αυτό το ταβερνείο, αγκαλιά με τον Παυσανία και μια πιρουνιά απάκι.
Τι έγινε ρε Παυσανία (ρωτάμε) τι έπαθες; Και απαντά: « Καλά, δε μάθατε τι έγινε; Μα πού ζείτε ; ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΤΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ!!! ».
Μπανταμτς!!!
[ Νοτ ντε λα ρενταξιόν: Δεκατέσσερα χρόνια μετά, παραμένει το καλυτερότερο in-joke ανάμεσα σε μένα και τον Dude.
– Καλά, το άλλο το έμαθες;
– Τι έγινε ;;;;;;;;;;;;;;
Σιωπή.
– Με τρομάζεις…
– Δεν ξέρω πώς να στο πω. Βρέθηκαν τα Ανάκτ..
– ΑΝΤΕ ΓΑΜ…
Ε Β Ρ Ι ΦΑΚΙΝ ΤΑΙΜ. ]
Στον Dude.
Hi just wanted to give you a brief heads up and let you
know a few of the images aren’t loading properly.
I’m not sure why but I think its a linking issue.
I’ve tried it in two different internet browsers and both show the same
results.
Thank you for your feedback!