Το ραβασάκι

Φίλες και φίλοι, γιούχου!

Μια νέα φαντασμαγορική εβδομάδα ξεκίνησε στο βασίλειο της δυστοπίας που βιώνουμε. Δεν ξέρω για τη δική σας, η δική μου ξεκίνησε με rapid test κορoνοϊού, ή όπως πολλοί εκεί έξω προτιμούν να λένε, με RABBIT τεστ. Είναι πιθανώς οι ίδιοι μέτζηδες του Νέουκτη που σπούδασαν στο Σκόιλ Ελικικού αλλά μετά ελέγχου δε «λοιμώχθηκαν». Το κουνελοτέστ μου λοιπόν βγήκε αρνητικό, οπότε, είμαι έτοιμη να μοιραστώ ακόμα μία monosemena ιστορία. 

Έχω σοβαρούς ενδοιασμούς ως προς τη δημοσιοποίηση της, μιας που, δε θα το κρύψω, φοβάμαι και λίγο. Κυρίως, με φοβίζει το ότι ο υπεύθυνος για αυτό το σουρεαλιστικό συμβάν που θα σας διηγηθώ, ίσως και να κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα στη λίστα φίλων στα σόσιαλ μύδια μου ή και ακόμα χειρότερα, στα μπαρζ που συχνάζω. Με τα μπαρζ όμως κλειστά μέχρι νεωτέρας (ένα ακόμα «μπράβο» στη χειρότερη κυβέρνηση που έζησα να γνωρίσω ποτέ), κερδίζω ένα χρονικό προβάδισμα. Χώρια που, δε θα ήταν άσχημο, αγόρια εκεί έξω, να σταματήσετε κάποια στιγμή να φρικάρετε τα κορίτσια, ε; Λέω εγώ τώρα. Οπότε δικέ μου, όποιος και αν είσαι, ας πρόσεχες.

Είναι καλοκαίρι, συγκεκριμένα Ιούλιος – θαρρώ – του 2019. Συνάμα, είναι και Παρασκευή. Είμαι εμφανώς κουρασμένη, τέλος της εβδομάδας γαρ και πρέπει βρέξει-χιονίσει (Ιούλη μήνα, τι γράφω), να πάω και στη βραδινή μου εργασία, σε ένα από τα μπαρζ που διάλεγα μουσική εκείνη την περίοδο. Σουλουπώνομαι όπως όπως, ελπίζοντας πως ο σοβάς που έστρωσα στη μούρη μου, θα κάλυπτε λίγες ώρες αϋπνίας και ξεκινώ.

Το εκπληκτικό όταν δουλεύεις σε ένα μπαρ, μεταξύ άλλων, είναι πως στα πρώτα δέκα λεπτά έχεις ξεχάσει τα πάντα. Πού ήσουν το πρωί, τι θα ήθελες να καταβροχθίζεις σπίτι σου βλέποντας ταινίες αντί να διαλέγεις μουσική. Και μάλιστα για ανθρώπους που πίνουν αχόρταγα κοκτέιλ μπροστά σου, χωρίς να ακούν ποτέ τι μουσική βγαίνει από τα ηχεία. Στα πρώτα τσιτ-τσατ και χαμόγελα με τους συναδέλφους, για κάποιο λόγο, δε νιώθεις όπως θα ένιωθες το πρωί, σε μια δουλειά γραφείου. Για να μην μακρηγορώ, που αυτό κάνω πάντα, θέλω να πω πως τα μπαρζ είναι πολύτιμα και μας λείπουν. Πολύ. 

Έχει περάσει ήδη μία ώρα δουλειάς, βαριέμαι πικρά, ο κόσμος που βρίσκεται στο μπαρ το ίδιο και όλα δείχνουν πως το βράδυ μου αναμένεται να κυλήσει αργά και ανιαρά. Κάθε φορά που θα σκεφτώ κάτι τέτοιο, ο σουρεαλισμός θα έρθει να με διαψεύσει, κάνοντάς μου ένα παρηγορητικό πατ-πατ στην πλατούλα, ενώ μου υπενθυμίζει: «Πού να ήξερες μωρή κακομοίρα, τι σε περιμένει και απόψε».

Παραγγέλνω ένα τζιν με τόνικ. Ήθελα τζιν με σόδα να γλιτώσω τη ζάχαρη, αλλά δεν πίνεται το ρημάδι. Το εσπρεσάκι που ήπια προηγουμένως μονοκοπανιά, δε βοήθησε διόλου την υπνηλία μου. Ακούω τη μουσικούλα μου, χαζεύω τον κόσμο και αισθάνομαι υπερτυχερή που μπορώ να πίνω αλκοόλ ενώ «δουλεύω» και μάλιστα τζιν ανώτερης ποιότητας. Μη μιλάς καθόλου λέω, όλα πάνε πρίμα.

Αμ δε. Πλησιάζει τύπος, προς το μέρος μου. Με πρόχειρους υπολογισμούς, θα τον έκανα γύρω στα σαράντα πέντε με πενήντα. Φαινομενικά φυσιολογικός, πράγμα που με ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Αρχίσαμε, σκέφτομαι. Μην είσαι προκατειλημμένη, η δεύτερη σκέψη που έκανα. Μπορεί να ψάχνει την τουαλέτα ο άνθρωπος ή να θέλει να σου παραγγείλει καμία μπύρα (ζω αρκετά επικίνδυνα γράφοντας την μπίρα, μπύρα, όχι όμως τόσο, που να μη φοβάμαι μη με περάσει κανείς για ανορθόγραφη). Οποιοσδήποτε εκεί έξω, έχει διαλέξει μουσική σε μπαρ, ξέρει τι εννοώ. Τίποτα από τα δύο, δεν έγινε, φίλες και φίλοι. Ο άνθρωπος αυτός ισχυρίζεται πως με ξέρει, συγκεκριμένα, με ξέρει μια φίλη του. Εγώ από την άλλη, δε γνωρίζω κανέναν από τους δύο. Τον ακούω συγκαταβατικά και με ευγένεια, αρετή η οποία με έχει οδηγήσει στα πιο επικίνδυνα μονοπάτια τούτης της ζωούλας. Βάζω τον αυτόματο μηχανισμό που έχτισα με τα χρόνια στο ον και τον ακούω να φλυαρεί. Το «ακούω» είναι σχετικό, μιας που είμαι βαρήκοη και έχω χάσει τις μισές από τις μεταφυσικές μπούρδες που αρχίζει να μου εξιστορεί. Κάτι τέτοιες στιγμές, αυτή μου η (μίνι) ανικανότητα, φαντάζει υπερδύναμη. Τι σούπερ-Γκούφυ, τι σούπερ-κουφή. Που μεταξύ μας, παίζω καλή μπαλίτσα και στα δύο γήπεδα.  

Σε εκείνο το σημείο λοιπόν, αρχίζω να πιστεύω πως, κάτι δεν πάει καλά. Μου πήρε τόση ώρα, ναι. Χαμογελάω αμήχανα στον εν λόγω κύριο, μιας που τα «με συγχωρείτε, δουλεύω/πρέπει να αλλάξω κομμάτι/να κατουρήσω» δε φάνηκαν να τον πτοούν ιδιαίτερα και προσπαθώ να κάνω τον μπάρμαν να με κοιτάξει, γουρλώνοντας τα μάτια μου όλο απελπισία. Χαμπάρι ο – ας τον πούμε Παύλο, που είναι και το αγαπημένο μου όνομα – Παύλος. Βάζει το χέρι του στην τσέπη του. Όχι ο Παύλος, ο κύριος. Τι θα βγάλει ρε παιδιά λέω, ας είναι ένας αριθμός τηλεφώνου, να τον αφήσει και να φύγει. Πράγματι, βγάζει ένα χαρτάκι και μου το δίνει. «Άνοιξέ το», μου λέει. «Είναι ανάγκη;» σκέφτομαι. Στο σημείο αυτό, ο Παύλος με κοιτάει χαμογελώντας πονηρά, κουνώντας πάνω κάτω, δεξιά αριστερά ένα σέικερ, ανίκανος να καταλάβει τι συμβαίνει. Το διασκέδαζε, αν με ρωτάτε. Σωθήκαμε και απόψε, σκέφτηκα. Ανοίγω το χαρτάκι μιας που με έφαγε και η περιέργεια, ε; Θυμάται κανείς τα μικρά εκκλησιαστικά ημερολόγια που περιφέρονταν σε σπίτια συγγενών στα νάιν-τιζ; Το χαρτάκι λοιπόν που μου έδωσε, ήταν μια κομμένη σελίδα από ένα ελληνορθόδοξο ημερολόγιο. Γύρευε πού το βρήκε, κακή ώρα να τον ρωτήσω. Υπήρχε βεβαίως βεβαίως γραμμένο στη σελίδα αυτή, ένα απόφθεγμα κάποιου οσίου/αγίου/μοναχού ή και μάρτυρα. Δε θα τα χαλάσουμε εκεί. Είχε γραμμένη άλλη ημερομηνία από εκείνη που διανύαμε τότε. Μελλοντική, λίγες ημέρες μετά από το μαγικό εκείνο βραδάκι. Πιθανώς, την ημερομηνία που θα με σκότωνε. Έχει και από πίσω – μου λέει – διάβασε. Σκέφτομαι πως αν δεν έχει κάποιο σκίτσο του Τσάκι (παιδική φοβία, ας το ξεπεράσουμε), θα το αντέξω. Μέσα σε όλα αυτά, διαλέγω συγχρόνως και μουσική, να τα λέμε και αυτά, ε; Γεια σου φίλε Παύλο που χορεύεις με αυτά που ακούς, μας υποχρέωσες. 

Γυρνάω χαρτάκι. Έχει γραμμένο email. Ώπα της, οι χριστιανοί σλας μάρτυρες του Ιεχωβά! Αγκάλιασαν το διαδίκτυο και μπράβο τους. Κάτω από το email, ένας αριθμός κινητού τηλεφώνου. Αναμενόμενο. Χωρισμένος όμως σε τριψήφιους αριθμούς. Το περίμενες; Σκέφτομαι. Με γραμμένες πάνω από κάθε τριψήφιο – ούτε αυτό το περίμενα – τις λεξούλες: Dum spiro spero. «Όσο αναπνέω ελπίζω», η σημασία της φράσης, αν δεν απατώμαι. ΣΑΚΟΥΡΤΕΛΕ. Σε σακούλες θα με βρουν απόψε, κομματάκια, σε καμιά χωματερή. Κοιμήσου Παύλο αγόρι μου, μου έφερες έστω, άλλο ένα τζιν τόνικ. 

«Θα φύγω», μου λέει. Θέλω να ουρλιάξω: «ΤΟ ΥΠΟΣΧΕΣΑΙ» ; Συνεχίζει αυτός: «Πριν φύγω όμως, θα σου δώσω κάτι ακόμα. Αλλά θα μου υποσχεθείς πως θα το ανοίξεις αφού φύγω». Μωρ’ φύγε εσύ και θα κάνουμε και ευχέλαιο. Λέμε τώρα. Αφήνει αυτό που είναι να μου δώσει και χάνεται σε ένα παφ. Τρέχει κατά πάνω μου ο Παύλος: «Τι σου έλεγε τόση ώρα αυτός ρεεεεεεε», με ρωτάει. Απαντώ: «Δε με βλέπεις απέναντι χρυσέ μου μία ώρα, που σου κάνω νοήματα;» 

Διηγούμαι εν τάχει στον, κατά τα άλλα, συμπαθέστατο, πλην όμως αργό, Παύλο – εκείνο το βράδυ και μόνο – τι είχε συμβεί. Μου έχει ήδη πάρει από τα χέρια τη σελίδα ημερολογίου έξαλλος και την έχει πετάξει στα σκουπίδια, φωνάζοντας γεμάτος θυμό και στολίζοντας τον φίλτατο κύριο με όλα τα μπινελίκια που ξέρει. Πάνε τα ντοκουμέντα, με λίγα λόγια. Παράλληλα, απολυμαίνουμε χέρια με βότκα. Φτάνουμε, τέλος, στο εξής δίλημμα: Να ανοίξουμε το τελευταίο ραβασάκι ή όχι; «Εγώ λέω να το πετάξουμε» με συμβουλεύει ο φίλος Παύλος. Δε σφάξανε δικέ μου, φέρτο εδώ να τελειώνουμε. Το ανοίγω. 

Το ΙΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ που φωνάξαμε ταυτόχρονα με τον φίλο Παύλο, ήταν ικανό να γυρίσει τα κεφάλια ολόκληρου του μπαρ προς το μέρος μας. Τι δωράκι μου είχε αφήσει ο κύριος; 

ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ ΑΠΟ ΒΕΡΙΚΟΚΟ. Φαγωμένο. Τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα. ΜΠΙΤ ΔΑΤ. 

 

7 Δεκεμβρίου 2020

Facebook
Twitter
Email
WhatsApp
Pinterest

4 thoughts on “Το ραβασάκι”

  1. Κώστας Μαζιώτης

    ΙΙΙΙΙΟΟΥΥΥΥ
    Αν και ο τύπος ξηγήθηκε ντανταϊστικά!…
    Τι τραβάτε ρε κορίτσια…

Leave a Comment

Your email address will not be published.