Χαλακατεβάκης

Φίλες και φίλοι γιούχου!

Είναι το ανκόρ, μιας από τις πιο χαρούμενες ημέρες του δυστοπικού χρόνου που πέρασε. Πάει το χιόνι, πάει το χιόνι, λιώνει στα βουνά και μαζί με αυτό, η θαλπωρή και η ευτυχία που ζέστανε για λίγο την καρδούλα μας. 

Φρέσκια και αχνιστή monosemena ιστορία, πιο αχνιστή και από το χιόνι που λιώνει στην καραβοτσακισμένη μου τέντα. Κάπως έτσι, ερχόμαστε στην παρανοϊκή μου ιστορία. Ασφαλώς και μια χαρούμενη μέρα σαν και τη χθεσινή, θα συνόδευε ο γνωστός αγνός και άδολος, ατόφιος σουρεαλισμός. Ιστορίες από το ρετιρέ της καρδιάς μας, αυτή τη φορά με μια νότα από τους Απαράδεκτους. 

Είμαι πλέον πεπεισμένη, πως το τίμημα για τη διαμονή μου στο σπίτι που κατοικώ, τα τελευταία χρόνια, είναι ο ιδιοκτήτης του. Δε μπορεί, μου λένε, φίλοι και γνωστοί. Τόσο ωραίο σπίτι, κάποιο κουσούρι θα έχει. Μα τα κοινόχρηστα, μα τα καλοριφέρ, κάπου θα μπάζει η δουλειά, δεν μπορεί. Ε λοιπόν, άργησα κομματάκι, αλλά το βρήκα. Ο ιδιοκτήτης / διαχειριστής / προσωπικός μου σπάστης, ο οποίος για καλή μου τύχη, μένει στην ίδια πολυκατοικία. Δουλειά δεν έχει τελευταία, ζωή δεν έχει, τι να κάνει ο καψερός; Ασχολείται με τα σπίτια που νοικιάζει. Πιο σωστά, ζει και αναπνέει για να μας κάνει σαφές, πως, τι και αν πληρώνουμε ενοίκιο, όλα εδώ μέσα του ανήκουν. Από τα ντουβάρια και τα μπαλκόνια μέχρι και τα βρακιά που απλώνουμε στο μπαλκόνι. Θα τον πούμε Χαλακατεβάκη. 

Ο Χαλακατεβάκης, είναι ένας φαινομενικά καλός και φιλότιμος τύπος. Τουλάχιστον, έτσι πίστευα, μέχρι να σκάσει ο Φοίβος. Ποιος είναι ο Φοίβος, θα ρωτήσεις. Ο Φοίβος είναι μακρινός ξάδερφος-μπατζανάκης της Μήδειας, της αξιαγάπητης αυτής πρόσφατης κακοκαιρίας. Ωραίο γκομενάκι ο Φοίβος, δε λέω, αλλά όντας πιο αεράτος και φευγάτος από τη Μήδεια, ήρθε, μας γλέντησε και μας τσάκισε στο πέρασμά του. Κοινώς, μας ξέσκισε την ήδη καμμένη και ξεσκισμένη τέντα του Χαλακατεβάκη. Το τι ακολούθησε έπειτα από αυτό το κακό μπούτι κολ με τον Φοίβο, είναι απερίγραπτο. Ο Χαλακατεβάκης να ωρύεται πως εγώ φταίω, εγώ να χτυπιέμαι για την ήδη σκισμένη τέντα και ο Γολγοθάς μου να ολοκληρώνεται με μένα, να πληρώνω από την τσεπούλα μου, τριακόσια ζεστά ευρουλάκια για να βάλω καινούρια. Μας υποχρέωσες Φοιβάρα. Πριν προλάβεις να με χαρακτηρίσεις θύμα, να πω πως μένω σε ρετιρέ και η ζωή χωρίς τέντα εδώ, είναι αβάσταχτη. Ο Χαλακατεβάκης, δε δίνει λεφτά, ούτε για να αλλάξει λάμπα στο ασανσέρ, πόσο μάλλον για τέντα. Έχω όμως σχέδιο. Φεύγοντας, είτε θα πάρω την τέντα μαζί μου, είτε θα του τη σκίσω, να βγάλω και το άχτι μου. 

Α προπό, έχουμε αφήσει στην άκρη το γεγονός, πως ο Χαλακατεβάκης με παίρνει τηλέφωνο στο κινητό, στο σταθερό, στο εταιρικό μου τηλέφωνο, κάθε φορά που βρέχει / έχει αέρα / χιονίζει. Μάντεψε γιατί. Για να μου δώσει οδηγίες για την τέντα. Δελτίο καιρού, θες δε θες. Ανέβασε την τέντα, φυσάει. Δώδεκα το βράδυ, τι και αν δεν είσαι μόνη. Παράτα τον γκόμενο και βγες με εννιά μποφόρ να παριστάνεις τον Οδυσσέα στον πέμπτο. Γύρνα πίσω από το μπαρ που πίνεις ποτό γιατί, μάντεψε: Φυσάει! (φυσικά και δε γύρισα). Λείπεις ταξίδι στο εξωτερικό; Μα καλά, άφησες κατεβασμένη την τέντα; Kαιρό δεν είδες; Την αφήνεις μονίμως ανεβασμένη να μη σε πρήζει; Όχι, όχιιιιιιιιιιι, θα μουχλιάσει από την υγρασία ο τοίχος. Στο ΜΠΑΛΚΟΝΙ. Γαμώ την τέντα μου γαμώ λέω, τρία χρόνια αυτός ο νταλκάς. Έκανα τον μαλάκα, δεν στο κρύβω, γιατί το σπίτι είναι φιλέτο. 

Με την έλευση του Φοίβου, λέω παιδιά, αυτό ήταν. Τέλος τα βάσανά μου. Έσκασα την τρακοσάρα και αν θέλω, της βάζω φωτιά και την καίω, στο φινάλε. Αμ δε! Ο Χαλακατεβάκης δε χαμπαριάζει κάστανο. Τι και αν την πλήρωσα, τι και αν δεν έδωσε μισό ευρώ ο τσίπης για να τη φτιάξουμε. Συνεχίζει ακάθεκτος και ακραία αδιάκριτος, με οδηγίες και παράλογες απαιτήσεις. Στο μυαλό του, η τέντα αυτή ΤΟΥ ΑΝΗΚΕΙ. Ερχόμαστε αισίως στη Μήδεια. Προνοητικός γαρ, μου τηλεφωνεί από την Δευτέρα το βράδυ, στις έντεκα συγκεκριμένα, διατάζοντάς με να ανεβάσω την τέντα, γιατί θα χιονίσει. Τη δική μου την τέντα λέω; Θες επειδή έχω κάτι έπιπλα έξω που δε ψηνόμουν να μεταφέρω βραδιάτικο; Θες που έχω μεγάλη βίδα με το να μου δίνουν εντολές, κάτι αχάριστα δίποδα σαν και τον Χαλακατεβάκη; Ε, δεν τη μάζεψα. Κομμάτια να γίνει λέω, εγώ την πλήρωσα.

Ο τρελός του χωριού σε νέες περιπέτειες. Έχω γυρίσει από την υπέροχη βόλτα μου στο πάρκο, χιονισμένη και πανευτυχής. Αράζω στην πολυθρόνα μου, πίνω ένα ζεστό ρόφημα και ζεσταίνω πόδια χέρια στον θερμοπομπούλη μου. Έχω ανοίξει και τις κουρτίνες να χαζεύω το χιόνι που πέφτει  αργά και απαλά, μέχρι και τις παρυφές του, ένα τσικ Λυκαβηττού, που αχνοφαίνεται από το μπαλκόνι μου. Τι ωραία μέρα, σκέφτομαι. Μάλιστα, α για δες! Κάτι σαλεύει, στην τέντα. Μην είναι χιόνι; Μην είναι γάτα; Μην είναι ο διάολος που να με πάρει; Όχι. Είναι η αρχαία σκούπα του Χαλακατεβάκη. Ο τύπος έχει ανέβει στην ταράτσα, πάνω από το κεφάλι μου και προσπαθεί μάταια να φτυαρίσει το χιόνι από την τέντα. Αρνούμαι να φρικάρω. Άστον, λέω, να φτυαρίζει μέχρι το βράδυ. Δε θα με πρήξει και σήμερα. Ακολούθησαν δέκα κλήσεις στο κινητό, εφτά στο σταθερό και ένα ες εμ ες, το οποίο, ο θρασύτατος, είχε συντάξει με κεφαλαία greeklish, λέγοντάς μου: 

” DORA SU ZITISA NA MAZECIS TIN TEDA, DEN TO EKANES, OPOS MU IPES OTI QA KANIS, KE I TEDA SKISTIKE, OPOS SU IPA OTI QA GINI. GIATI??? “

Μετά την κώφωση, με βρήκε και η τύφλωση, παιδιά. Εξακολουθώ να τον αγνοώ. Θα σκάσει, δε μπορεί. 

Ως άλλος Κινγκ Κονγκ, έρχεται και μου ΧΤΥΠΑΕΙ την πόρτα. Με το σκουπόξυλο. Μόνο σε μένα σκέφτομαι και συνεχίζω να κάνω τον ψόφιο κοριό. Άνοιξέ μου, ξέρω ότι είσαι μέσα, ουρλιάζει και εγώ έχω ήδη αρχίσει να μπαντ-τριπάρω, έχοντας θυμηθεί έναν ψυχάκια, που είχα γνωρίσει όταν ήμουν εικοσιτέσσερα. Τα υπόλοιπα γράφτηκαν στην ιστορία. Εγώ να του φωνάζω, αυτός εκεί, τον χαβά του. Γιατί Δώρα δεν τη μάζεψες, γιατί; Τι θα κάνουμε τώρα; Ιδανικά, θα πας στον αγύριστο, ήθελα να του πω, ενώ παράλληλα, φανταζόμουν πως του φτυαρίζω χιόνι στη μάπα με το σκουπόξυλο. Πάλεψε δυο καλές ώρες με το χιόνι, αλλά δεν τα παρατούσε. Αυτός θα κοιμηθεί εδώ, κατά πώς φαίνεται. 

Ο μόνος τρόπος για να ξεκουμπιστεί και να με αφήσει ήσυχη, ήταν να προσποιηθώ, πως θα φέρω μαστόρι να φτιάξω τη ραφή, που εκείνος ξήλωσε. Στην τέντα που εγώ πλήρωσα. Πάρτε με λίγα λόγια, κάποιος, αυτή τη μιζέρια από πάνω μου.

– Θα τη φτιάξεις;

– Θα τη φτιάξω.

– Σίγουρα;

– Εδώ πήρα ολόκληρη τέντα, στη ραφή θα κολλήσουμε;

– Εντάξει (ξεκινάει να φύγει). Όταν όμως έρθει ο μάστορας, να με φωνάξεις και μένα, μήπως μοντάρουμε λίγο και τη διπλανή.

– Οπωσδήποτε. 

 

Άντε τώρα να του πεις, πως η διπλανή τέντα, έχει σκιστεί από τον Απρίλιο. 

 

 

17 Φεβρουαρίου 2021

Facebook
Twitter
Email
WhatsApp

1 thought on “Χαλακατεβάκης”

  1. Spot on with this write-up, I really believe that this
    web site needs far more attention.
    I’ll probably be back again to see more, thanks for the information!

Leave a Comment

Your email address will not be published.